κάλχη: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλχη''': ἡ, ([[ἴσως]] συγγενεύει τῷ [[κόγχη]]) ὁ [[κοχλίας]] τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ [[πορφύρα]], Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ [[βαφή]], Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ [[ἕλιξ]] τοῦ κιονοκράνου, «[[μέρος]] κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) [[εἶναι]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου [[διάκοσμος]], ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης χρώματος [[ὡσαύτως]] πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται [[χάλκη]] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.
|lstext='''κάλχη''': ἡ, ([[ἴσως]] συγγενεύει τῷ [[κόγχη]]) ὁ [[κοχλίας]] τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ [[πορφύρα]], Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ [[βαφή]], Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ [[ἕλιξ]] τοῦ κιονοκράνου, «[[μέρος]] κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) [[εἶναι]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου [[διάκοσμος]], ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης χρώματος [[ὡσαύτως]] πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται [[χάλκη]] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />murex, <i>coquillage donnant la pourpre</i>.<br />'''Étymologie:''' mot pê emprunté.
}}
}}