βοῦνις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοῦνις''': -ιδος, ἡ, [[βουνώδης]], Ἀπίαν βοῦνιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117˙ κλητ., ἰὼ γᾱ βοῦνι, πάνδικον [[σέβας]] (ὡς ὁ Paley ἀντὶ βουνῖτι ἔνδικον) [[αὐτόθι]] 776.
|lstext='''βοῦνις''': -ιδος, ἡ, [[βουνώδης]], Ἀπίαν βοῦνιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117˙ κλητ., ἰὼ γᾱ βοῦνι, πάνδικον [[σέβας]] (ὡς ὁ Paley ἀντὶ βουνῖτι ἔνδικον) [[αὐτόθι]] 776.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. voc.</i> βοῦνι <i>et acc.</i> βοῦνιν;<br /><i>adj. f.</i><br />couvert <i>ou</i> accidenté de collines.<br />'''Étymologie:''' [[βουνός]].
}}
}}