ἀψευδέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀψευδέω''': δὲν [[ψεύδομαι]], λαλῶ τὴν ἀλήθειαν, [[πρός]] τινα Σοφ. Τρ. 469. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 591, Πλάτ. Θεαίτ. 199Β· [[περί]] τι Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 1. 17.
|lstext='''ἀψευδέω''': δὲν [[ψεύδομαι]], λαλῶ τὴν ἀλήθειαν, [[πρός]] τινα Σοφ. Τρ. 469. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 591, Πλάτ. Θεαίτ. 199Β· [[περί]] τι Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 1. 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀψευδήσω;<br />ne pas mentir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀψευδής]].
}}
}}