3,277,114
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάκρῡμα''': τό, δι’ ὅ,τι κλαίει τις, ἀντικείμενον δακρύων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 169. ΙΙ. [[ὅπερ]] κλαίων τις χύνει, δάκρυ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 134, Εὐρ. Ἀνδρ. 92, κατὰ πληθ. | |lstext='''δάκρῡμα''': τό, δι’ ὅ,τι κλαίει τις, ἀντικείμενον δακρύων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 169. ΙΙ. [[ὅπερ]] κλαίων τις χύνει, δάκρυ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 134, Εὐρ. Ἀνδρ. 92, κατὰ πληθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> larmes, pleurs;<br /><b>2</b> sujet de larmes.<br />'''Étymologie:''' [[δακρύω]]. | |||
}} | }} |