γήθυον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γήθυον''': τό, [[εἶδος]] πράσου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 122, Φρύν. Κωμ. Κρον. 3 · ἴδε Schneid. Θεόφρ. 3. 574 · πρβλ. [[γήτειον]].
|lstext='''γήθυον''': τό, [[εἶδος]] πράσου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 122, Φρύν. Κωμ. Κρον. 3 · ἴδε Schneid. Θεόφρ. 3. 574 · πρβλ. [[γήτειον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte de poireau, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}