3,274,299
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέλφαξ''': -ᾰκος, ἡ, [[κυρίως]] θηλ. (Ἀθήν. 375Α), καὶ [[οὕτως]] εὕρηται παρ’ Ἡροδ. 2. 70, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὐπόλ. Χρυσ. γεν. 11, Θεόπομπ. Πηνελ. 2, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 19· ἀλλ’ ἀρσεν., Ἐπίχ. 71 Ahr., Πλάτ. Κωμ. Ποιητ. 5· - [[μικρός]], [[νέος]] [[χοῖρος]], [[χοιρίδιον]], ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θυσιαζόμενον εἰς τὴν Περσεφόνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 523. | |lstext='''δέλφαξ''': -ᾰκος, ἡ, [[κυρίως]] θηλ. (Ἀθήν. 375Α), καὶ [[οὕτως]] εὕρηται παρ’ Ἡροδ. 2. 70, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὐπόλ. Χρυσ. γεν. 11, Θεόπομπ. Πηνελ. 2, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 19· ἀλλ’ ἀρσεν., Ἐπίχ. 71 Ahr., Πλάτ. Κωμ. Ποιητ. 5· - [[μικρός]], [[νέος]] [[χοῖρος]], [[χοιρίδιον]], ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θυσιαζόμενον εἰς τὴν Περσεφόνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 523. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ἡ, <i>postér.</i> ὁ)<br /><b>1</b> cochon, porcelet, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê de [[δελφύς]] si le mot s’applique essentiellement à la jeune truie adulte. | |||
}} | }} |