δᾳδοφορέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾳδοφορέω''': [[φέρω]] λαμπάδας, πυρσούς, δᾷδας, Λουκ. Περεγρ. 36. ΙΙ. [[παράγω]] δᾳδὶ ἢ ῥητίνην, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 2, 8.
|lstext='''δᾳδοφορέω''': [[φέρω]] λαμπάδας, πυρσούς, δᾷδας, Λουκ. Περεγρ. 36. ΙΙ. [[παράγω]] δᾳδὶ ἢ ῥητίνην, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 2, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />porter une torche <i>ou</i> des torches.<br />'''Étymologie:''' [[δᾴς]], [[φέρω]].
}}
}}