3,273,724
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνοχόη''': ἡ, ἀγγεῖόν τι μικρὸν δι’ οὗ ἤντλουν τὸν μεμιγμένον [[οἶνον]] ἐκ τοῦ κρατῆρος καὶ ἐνέχεον εἰς τὰ ποτήρια, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742˙ φιάλας τε καὶ οἰν. Θουκ. 6. 46˙ οἰν. χρύσεαι Εὐρ. Τρῳ. 820˙ ἀργυραῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 30., 151. 22˙ οἰν. θεῶν σωτήρων 2852. 45. ΙΙ. [[εἶδος]] τραπέζης, ἐφ’ ἧς ἐτοποθέτουν κατὰ σειρὰν τὰ ποτήρια, Α. Β. 55. ΙΙΙ. θηλυκ. τοῦ [[οἰνοχόος]], Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8). | |lstext='''οἰνοχόη''': ἡ, ἀγγεῖόν τι μικρὸν δι’ οὗ ἤντλουν τὸν μεμιγμένον [[οἶνον]] ἐκ τοῦ κρατῆρος καὶ ἐνέχεον εἰς τὰ ποτήρια, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742˙ φιάλας τε καὶ οἰν. Θουκ. 6. 46˙ οἰν. χρύσεαι Εὐρ. Τρῳ. 820˙ ἀργυραῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 30., 151. 22˙ οἰν. θεῶν σωτήρων 2852. 45. ΙΙ. [[εἶδος]] τραπέζης, ἐφ’ ἧς ἐτοποθέτουν κατὰ σειρὰν τὰ ποτήρια, Α. Β. 55. ΙΙΙ. θηλυκ. τοῦ [[οἰνοχόος]], Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />œnochoé, vase pour verser le vin dans les coupes, cruche.<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχόος]]. | |||
}} | }} |