3,274,216
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐάω''': συνῃρ. ἐῶ, Ἰλ. Θ. 428, Ἀττ.· Ἐπ. εἰῶ Ἰλ.· Ἐπ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ἐάᾳς, ἐάᾳ Ὀδ. Μ. 137, Ἰλ. Θ. 414· ἀπαρ. ἐάαν Ὀδ. Θ. 509: - παρατ. εἴων, ας, α, Ἰλ. Σ. 448, Ὀδ. Τ. 25, Ἀττ.· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἔων Ἡρόδ. 9. 2, ἔα Ἰλ. Ε. 517, Π. 731· [[ὡσαύτως]] [[ἔασκον]] ἢ [[εἴασκον]] Ἰλ. Β. 832, Ε. 802, κτλ.· - μέλλ. ἐάσω ᾱ Ὀδ., Ἀττ.· - ἀόρ. εἴᾱσα Ἰλ. Ω. 684, Ἀττ.· Ἐπ. ἔᾱσα Ἰλ. Λ. 437· - πρκμ. εἴᾱκα Δημ. 99. 4., 1077. 14: - Παθ., μέλλ. ἐάσομαι [[μετὰ]] παθ. σημ., Εὐρ. Ι. Α. 331, Θουκ. 1. 142· ἀόρ. εἰάθην Ἰσοκρ. 60Ε· - παθ. πρκμ. εἴαμαι Δημ. 1108. 1· ὁ Ἡρόδ. [[οὐδέποτε]] μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ. ᾰ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ᾱ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις ποιηταῖς. Συνίζησις ἀπαντᾷ ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ ἐᾷ Ἰλ. Ε. 256, ἐν τῷ α΄ πληθ. τῆς ὑποτακτ. ἐῶμεν Κ. 344, Τ. 402, καὶ ἐν τῷ ἐάσουσιν Ὀδ. Φ. 233· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἐν τῇ προστακτ. ἔα, Σοφ. Ο. Τ. 1451, Ἀντ. 95, Ἀριστοφ. Νεφ. 932· ὁριστ. ἐῶ, Ἀριστοφ. Λυσ. 734. Ἀφίνω, δὲν [[ἐμποδίζω]], [[ἐπιτρέπω]], Λατ. sinere, μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ., τούσδε δ’ ἔα φθινύνειν, «ἄφησέ τους νὰ χαθοῦν», Ἰλ. Β. 346· αἴκεν ἐᾷ με... ζώειν Ὀδ. Ν. 359· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον Σοφ. Ἀντ. 29, πρβλ. Τρ. 1083: - Παθ., Κρέοντί γε θρόνους ἐᾶσθαι, νὰ ἀφεθῇ ὁ [[θρόνος]] εἰς τὸν Κρέοντα, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 368. 2) μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἐᾶν, οὐκ ἐπιτρέπειν, [[ἐντεῦθεν]] δὲ [[συχνάκις]], ἀπαγορεύειν, κωλύειν, ἐμποδίζειν, τρεῖν μ’ οὐκ ἐᾷ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Ε. 256· [[εἴπερ]] γὰρ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι Δ. 55· δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν Ὀδ. Τ. 25· συχνὸν παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· - [[ὅταν]] ἕπηται τὸ [[ἀλλά]], ἡ [[φράσις]] συνήθως [[εἶναι]] ἐλλειπτική, [[οἷον]], οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ κελεύων μένοντας ἐπικρατέειν Ἡρόδ. 7. 104, πρβλ. Θουκ. 2. 21· [[ὡσαύτως]], [[καταπείθω]] τινὰ νὰ μὴ κάμῃ τι..., Θουκ. 1. 133· - [[πολλάκις]] δύναται νὰ ὑπονοηθῇ ἀπαρέμφατον πρὸς συμπλήρωσιν, ὡς, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο, δὲν θὰ σοι ἐπιτρέψῃ νὰ κάμῃς τοῦτο, Σοφ. Ἀντ. 538· κἄν μηδεὶς ἐᾷ, καὶ ἂν μηδεὶς ἐπιτρέπῃ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1184, πρβλ. Φ. 444· - οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., οὐκ ἐᾶσθαι, μετ’ ἀπαρεμφ., κωλύεσθαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1344, Θουκ. 1. 142, κτλ. ΙΙ. ἀφίνω τι, παραιτοῦμαι, ἀδιαφορῶ, δέν μοι [[μέλει]], Λατ. omittere, μετ’ αἰτ., ἔα χόλον Ἰλ. Ι. 260· μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν, ἀδιαφόρει διὰ τὰ σχέδια τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Β. 281· ἐπεί με πρῶτον ἔασας Ἰλ. Ω. 557, πρβλ. 569, 684· ἤ κεν ἐάσεις, ἢ θὰ τὸν καταλίπῃς, Υ. 311· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 6. 108 καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐάσωμεν αὐτὸν Σοφ. Φ. 708· [[πρᾶγμα]] ἀκάθαρτον ἐᾶν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 256· τὰ παθήματα... παρεῖσ’ ἐάσω ὁ αὐτ. Ο. Κ. 363, πρβλ. Θουκ. 2. 36· ἐᾶν φιλοσοφίαν Πλάτ. Γοργ. 484C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ Σκύθας ἰέναι... ἔασον, ἄφησέ το, Ἡρόδ. 3. 134· ἐᾶν [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 347C, κτλ.· ἐῶ γὰρ εἰ φίλος Δημ. 554, ἐν τέλ.· - ἀπολ., καὶ νῦν ἔασον, μηδέ σοι μελησάτω Αἰσχύλ. Πρ. 332: - Παθ., ἡ δ’ οὖν ἐάσθω Σοφ. Τρ. 329, κτλ. 2) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας μετ’ ἀπαρ., ἀλλ’ ἦ τοι κλέψαι μὲν ἐάσομεν... Ἕκτορα, «ἀλλὰ τὴν μὲν περὶ τοῦ κλέψαι βουλὴν ἐάσωμεν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 71· [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ἀλλ’ ἄγε δὴ καὶ ἔασον, ἔλα, τελείωνε, δὸς [[τέλος]], Φ. 221· θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ’ ἐάσει (ἐνν. δοῦναι), θὰ δώσῃ τὸ ἕν, τὸ δὲ ἕτερον θὰ ἀφήσῃ κατὰ [[μέρος]], Ὀδ. Ξ. 444. 3) περὶ τοῦ ἐᾶν χαίρειν ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[χαίρω]] ἐν τέλ. - Πρβλ. [[ἐατέος]] ΙΙΙ. | |lstext='''ἐάω''': συνῃρ. ἐῶ, Ἰλ. Θ. 428, Ἀττ.· Ἐπ. εἰῶ Ἰλ.· Ἐπ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ἐάᾳς, ἐάᾳ Ὀδ. Μ. 137, Ἰλ. Θ. 414· ἀπαρ. ἐάαν Ὀδ. Θ. 509: - παρατ. εἴων, ας, α, Ἰλ. Σ. 448, Ὀδ. Τ. 25, Ἀττ.· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἔων Ἡρόδ. 9. 2, ἔα Ἰλ. Ε. 517, Π. 731· [[ὡσαύτως]] [[ἔασκον]] ἢ [[εἴασκον]] Ἰλ. Β. 832, Ε. 802, κτλ.· - μέλλ. ἐάσω ᾱ Ὀδ., Ἀττ.· - ἀόρ. εἴᾱσα Ἰλ. Ω. 684, Ἀττ.· Ἐπ. ἔᾱσα Ἰλ. Λ. 437· - πρκμ. εἴᾱκα Δημ. 99. 4., 1077. 14: - Παθ., μέλλ. ἐάσομαι [[μετὰ]] παθ. σημ., Εὐρ. Ι. Α. 331, Θουκ. 1. 142· ἀόρ. εἰάθην Ἰσοκρ. 60Ε· - παθ. πρκμ. εἴαμαι Δημ. 1108. 1· ὁ Ἡρόδ. [[οὐδέποτε]] μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ. ᾰ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ᾱ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις ποιηταῖς. Συνίζησις ἀπαντᾷ ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ ἐᾷ Ἰλ. Ε. 256, ἐν τῷ α΄ πληθ. τῆς ὑποτακτ. ἐῶμεν Κ. 344, Τ. 402, καὶ ἐν τῷ ἐάσουσιν Ὀδ. Φ. 233· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἐν τῇ προστακτ. ἔα, Σοφ. Ο. Τ. 1451, Ἀντ. 95, Ἀριστοφ. Νεφ. 932· ὁριστ. ἐῶ, Ἀριστοφ. Λυσ. 734. Ἀφίνω, δὲν [[ἐμποδίζω]], [[ἐπιτρέπω]], Λατ. sinere, μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ., τούσδε δ’ ἔα φθινύνειν, «ἄφησέ τους νὰ χαθοῦν», Ἰλ. Β. 346· αἴκεν ἐᾷ με... ζώειν Ὀδ. Ν. 359· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον Σοφ. Ἀντ. 29, πρβλ. Τρ. 1083: - Παθ., Κρέοντί γε θρόνους ἐᾶσθαι, νὰ ἀφεθῇ ὁ [[θρόνος]] εἰς τὸν Κρέοντα, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 368. 2) μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἐᾶν, οὐκ ἐπιτρέπειν, [[ἐντεῦθεν]] δὲ [[συχνάκις]], ἀπαγορεύειν, κωλύειν, ἐμποδίζειν, τρεῖν μ’ οὐκ ἐᾷ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Ε. 256· [[εἴπερ]] γὰρ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι Δ. 55· δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν Ὀδ. Τ. 25· συχνὸν παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· - [[ὅταν]] ἕπηται τὸ [[ἀλλά]], ἡ [[φράσις]] συνήθως [[εἶναι]] ἐλλειπτική, [[οἷον]], οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ κελεύων μένοντας ἐπικρατέειν Ἡρόδ. 7. 104, πρβλ. Θουκ. 2. 21· [[ὡσαύτως]], [[καταπείθω]] τινὰ νὰ μὴ κάμῃ τι..., Θουκ. 1. 133· - [[πολλάκις]] δύναται νὰ ὑπονοηθῇ ἀπαρέμφατον πρὸς συμπλήρωσιν, ὡς, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο, δὲν θὰ σοι ἐπιτρέψῃ νὰ κάμῃς τοῦτο, Σοφ. Ἀντ. 538· κἄν μηδεὶς ἐᾷ, καὶ ἂν μηδεὶς ἐπιτρέπῃ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1184, πρβλ. Φ. 444· - οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., οὐκ ἐᾶσθαι, μετ’ ἀπαρεμφ., κωλύεσθαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1344, Θουκ. 1. 142, κτλ. ΙΙ. ἀφίνω τι, παραιτοῦμαι, ἀδιαφορῶ, δέν μοι [[μέλει]], Λατ. omittere, μετ’ αἰτ., ἔα χόλον Ἰλ. Ι. 260· μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν, ἀδιαφόρει διὰ τὰ σχέδια τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Β. 281· ἐπεί με πρῶτον ἔασας Ἰλ. Ω. 557, πρβλ. 569, 684· ἤ κεν ἐάσεις, ἢ θὰ τὸν καταλίπῃς, Υ. 311· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 6. 108 καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐάσωμεν αὐτὸν Σοφ. Φ. 708· [[πρᾶγμα]] ἀκάθαρτον ἐᾶν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 256· τὰ παθήματα... παρεῖσ’ ἐάσω ὁ αὐτ. Ο. Κ. 363, πρβλ. Θουκ. 2. 36· ἐᾶν φιλοσοφίαν Πλάτ. Γοργ. 484C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ Σκύθας ἰέναι... ἔασον, ἄφησέ το, Ἡρόδ. 3. 134· ἐᾶν [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 347C, κτλ.· ἐῶ γὰρ εἰ φίλος Δημ. 554, ἐν τέλ.· - ἀπολ., καὶ νῦν ἔασον, μηδέ σοι μελησάτω Αἰσχύλ. Πρ. 332: - Παθ., ἡ δ’ οὖν ἐάσθω Σοφ. Τρ. 329, κτλ. 2) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας μετ’ ἀπαρ., ἀλλ’ ἦ τοι κλέψαι μὲν ἐάσομεν... Ἕκτορα, «ἀλλὰ τὴν μὲν περὶ τοῦ κλέψαι βουλὴν ἐάσωμεν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 71· [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ἀλλ’ ἄγε δὴ καὶ ἔασον, ἔλα, τελείωνε, δὸς [[τέλος]], Φ. 221· θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ’ ἐάσει (ἐνν. δοῦναι), θὰ δώσῃ τὸ ἕν, τὸ δὲ ἕτερον θὰ ἀφήσῃ κατὰ [[μέρος]], Ὀδ. Ξ. 444. 3) περὶ τοῦ ἐᾶν χαίρειν ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[χαίρω]] ἐν τέλ. - Πρβλ. [[ἐατέος]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἐῶ]];<br /><i>impf.</i> [[εἴων]], <i>f.</i> ἐάσω, <i>ao.</i> [[εἴασα]], <i>pf.</i> [[εἴακα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[εἰάθην]], <i>pf.</i> [[εἴαμαι]];<br /><b>I.</b> laisser :<br /><b>1</b> souffrir, permettre : τινα [[ἐᾶν]] φθινύθειν IL <i>ou</i> [[ζώειν]] OD laisser périr, laisser vivre qqn ; [[οὐκ]] ἐάσουσιν ἐμοὶ [[δόμεναι]] βιόν OD (les prétendants) refuseront de me donner l’arc ; κἂν μηδεὶς [[ἐᾷ]] SOPH quand bien même personne n’y consentirait, quand bien même tous s’y opposeraient ; πόλεμον [[οὐκ]] [[εἴων]] ποιεῖν THC ils ne voulaient pas faire la guerre ; <i>Pass.</i> [[οὐκ]] ἐᾶσθαι, n’être pas libre de;<br /><b>2</b> <i>rar. avec un acc. de chose</i> : laisser, abandonner, concéder : τινί [[τι]], laisser qch à qqn;<br /><b>II.</b> laisser aller ; congédier : τινα, qqn;<br /><b>III.</b> laisser de côté :<br /><b>1</b> renoncer à : [[ἔα]] χόλον IL laisse se calmer ta colère ; [[ἐᾶν]] [[ἰέναι]] HDT renoncer à aller;<br /><b>2</b> ne pas s’occuper de, négliger, omettre : κλέψαι μὲν [[ἐάσομεν]] <i>sbj. poét.</i> Ἕκτορα IL ne nous occupons pas de voler le corps d’Hector ; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ’ ἐάσει ([[δοῦναι]]) OD la divinité donnera ceci, négligera de donner cela ; <i>abs.</i> ἥδ’ [[οὖν]] ἐάσθω SOPH qu’on cesse donc de se préoccuper de celle-ci;<br /><b>3</b> délaisser, abandonner : τινα [[ἐᾶν]] ἄκλαυτον, ἄταφον SOPH laisser (un mort) sans lamentations, sans sépulture.<br />'''Étymologie:''' pê p. *ἐϜάω, de *ἐσϜάω, *ἐσϜάjω d’une R. ἘσϜ, lancer, lâcher. | |||
}} | }} |