διφθερίας: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφθερίας''': -ου, ὁ, ἐνδεδυμένος διφθέραν, [[ἔνδυμα]] δερμάτινον· τοιαῦτα ἦσαν τὰ τῶν δούλων ἐν τῇ τραγῳδίᾳ καὶ τῶν χωρικῶν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 414E, Λουκ. Τίμ. 8, πρβλ. Varro R. R. 2. 11.
|lstext='''διφθερίας''': -ου, ὁ, ἐνδεδυμένος διφθέραν, [[ἔνδυμα]] δερμάτινον· τοιαῦτα ἦσαν τὰ τῶν δούλων ἐν τῇ τραγῳδίᾳ καὶ τῶν χωρικῶν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 414E, Λουκ. Τίμ. 8, πρβλ. Varro R. R. 2. 11.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />vêtu de peau.<br />'''Étymologie:''' [[διφθέρα]].
}}
}}