σύμφορος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμφορος''': -ον, ([[συμφέρω]]) ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος φερόμενος, ὁ συνοδεύων αὐτόν, λιμὸς ἀεργῷ [[σύμφορος]] ἀνδρί, ἡ [[πεῖνα]] [[εἶναι]] [[σύντροφος]] τοῦ ἀργοῦ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· [[μετὰ]] γεν., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 593. πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 83. ΙΙ. [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[πρόσφορος]], [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[καλός]], [[μετὰ]] δοτικ., κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν [[ἕκτη]], ἡ [[ἕκτη]] [[ἡμέρα]] δὲν [[εἶναι]] καλὴ διὰ [[κοράσιον]], «[[κόρη]] δὲ οὐ συμφέρουσά ἐστι» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 781· γυνὴ νέα… οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι Θέογν. 457· ἡ πενίη κακῷ σύμφορον ἀνδρὶ φέρειν ὁ αὐτ. 526· πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς… Θουκ. 3. 47· [[πρός]]… Πλάτ. Νόμ, 766Ε, Ἰσοκρ. 131C· ― σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡροδ. 8. 60, 1· ― Πλούτῳ... τοῦτο συμφορώτατον Ἀριστοφ. Πλ. 1162, πρβλ. Θουκ., κλπ.· τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τῶν ἀναγκαίων (δηλ. τῶν φυσικῶν) του συμφερόντων, ὁ αὐτ. 4. 128· δρᾶν τὰ ξυμφορώτατά τινι Εὐρ. Μήδ. 876· τὸ ὑμέτερον, ξ., ἡ περὶ τοῦ συμφέροντος [[δικαιολογία]] σας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκαιον, Θουκ. 5. 98, πρβλ. 3. 47. ― Ἐπίρρ., συμφόρως ἔχειν, σκοπίμως ἔχειν, Ἰσοκρ. 192Ε, Ξεν. συγκρ. συμφορώτερον, Θουκ. 3. 40, Ξεν. ὑπερθ. -ώτατα, Εὐρ. Μήδ. 876, Θουκ. 8. 43, Ξεν., κλπ. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, ξυμφερώτατοι προσπολεμῆσαι, προσφορώτατοι [[ὅπως]] πολεμήσῃ τις κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 96.
|lstext='''σύμφορος''': -ον, ([[συμφέρω]]) ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος φερόμενος, ὁ συνοδεύων αὐτόν, λιμὸς ἀεργῷ [[σύμφορος]] ἀνδρί, ἡ [[πεῖνα]] [[εἶναι]] [[σύντροφος]] τοῦ ἀργοῦ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· [[μετὰ]] γεν., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 593. πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 83. ΙΙ. [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[πρόσφορος]], [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[καλός]], [[μετὰ]] δοτικ., κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν [[ἕκτη]], ἡ [[ἕκτη]] [[ἡμέρα]] δὲν [[εἶναι]] καλὴ διὰ [[κοράσιον]], «[[κόρη]] δὲ οὐ συμφέρουσά ἐστι» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 781· γυνὴ νέα… οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι Θέογν. 457· ἡ πενίη κακῷ σύμφορον ἀνδρὶ φέρειν ὁ αὐτ. 526· πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς… Θουκ. 3. 47· [[πρός]]… Πλάτ. Νόμ, 766Ε, Ἰσοκρ. 131C· ― σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡροδ. 8. 60, 1· ― Πλούτῳ... τοῦτο συμφορώτατον Ἀριστοφ. Πλ. 1162, πρβλ. Θουκ., κλπ.· τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τῶν ἀναγκαίων (δηλ. τῶν φυσικῶν) του συμφερόντων, ὁ αὐτ. 4. 128· δρᾶν τὰ ξυμφορώτατά τινι Εὐρ. Μήδ. 876· τὸ ὑμέτερον, ξ., ἡ περὶ τοῦ συμφέροντος [[δικαιολογία]] σας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκαιον, Θουκ. 5. 98, πρβλ. 3. 47. ― Ἐπίρρ., συμφόρως ἔχειν, σκοπίμως ἔχειν, Ἰσοκρ. 192Ε, Ξεν. συγκρ. συμφορώτερον, Θουκ. 3. 40, Ξεν. ὑπερθ. -ώτατα, Εὐρ. Μήδ. 876, Θουκ. 8. 43, Ξεν., κλπ. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, ξυμφερώτατοι προσπολεμῆσαι, προσφορώτατοι [[ὅπως]] πολεμήσῃ τις κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 96.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui convient à, <i>dat. ou</i> [[ἐς]] et l’acc. ; avantageux, utile à, τινι ; σύμφορόν ἐστι avec l’inf. HDT il est avantageux de, il est utile de ; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον THC votre avantage ; SOPH τὰ σύμφορα ce qui est avantageux;<br /><i>Cp.</i> συμφορώτερος, <i>Sp.</i> συμφορώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φέρω]].
}}
}}