ἐθελοντήρ: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθελοντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἑκουσίως προσφερόμενος νὰ πράξῃ τι, Ὀδ. Β. 292· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''ἐθελοντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἑκουσίως προσφερόμενος νὰ πράξῃ τι, Ὀδ. Β. 292· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui agit volontairement <i>ou</i> volontiers, empressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]].
}}
}}