3,274,313
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτομή''': ἡ, ([[ἐκτέμνω]]) τὸ ἐκτέμνειν, [[ἐκκοπή]], Πλουτ. Ἀλκ. 16. 2) [[εὐνουχισμός]], Ἡρόδ. 3. 48, 49, Πλάτ. Συμπ. 195C, κτλ. ΙΙ. [[σχῆμα]], κόψιμον, ἀλλ’ ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Πλουτ. Νουμ. 13· ἐκτ. γῆς, [[τεμάχιον]] γῆς κεκομμένον [[μετὰ]] τοῦ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] χόρτου, χορτόπλινθος, ὁ αὐτ. Πομπ. 41. | |lstext='''ἐκτομή''': ἡ, ([[ἐκτέμνω]]) τὸ ἐκτέμνειν, [[ἐκκοπή]], Πλουτ. Ἀλκ. 16. 2) [[εὐνουχισμός]], Ἡρόδ. 3. 48, 49, Πλάτ. Συμπ. 195C, κτλ. ΙΙ. [[σχῆμα]], κόψιμον, ἀλλ’ ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Πλουτ. Νουμ. 13· ἐκτ. γῆς, [[τεμάχιον]] γῆς κεκομμένον [[μετὰ]] τοῦ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] χόρτου, χορτόπλινθος, ὁ αὐτ. Πομπ. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> coupure, entaille, ouverture;<br /><b>2</b> amputation, castration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτέμνω]]. | |||
}} | }} |