ἐκτομή: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτομή''': ἡ, ([[ἐκτέμνω]]) τὸ ἐκτέμνειν, [[ἐκκοπή]], Πλουτ. Ἀλκ. 16. 2) [[εὐνουχισμός]], Ἡρόδ. 3. 48, 49, Πλάτ. Συμπ. 195C, κτλ. ΙΙ. [[σχῆμα]], κόψιμον, ἀλλ’ ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Πλουτ. Νουμ. 13· ἐκτ. γῆς, [[τεμάχιον]] γῆς κεκομμένον [[μετὰ]] τοῦ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] χόρτου, χορτόπλινθος, ὁ αὐτ. Πομπ. 41.
|lstext='''ἐκτομή''': ἡ, ([[ἐκτέμνω]]) τὸ ἐκτέμνειν, [[ἐκκοπή]], Πλουτ. Ἀλκ. 16. 2) [[εὐνουχισμός]], Ἡρόδ. 3. 48, 49, Πλάτ. Συμπ. 195C, κτλ. ΙΙ. [[σχῆμα]], κόψιμον, ἀλλ’ ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Πλουτ. Νουμ. 13· ἐκτ. γῆς, [[τεμάχιον]] γῆς κεκομμένον [[μετὰ]] τοῦ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] χόρτου, χορτόπλινθος, ὁ αὐτ. Πομπ. 41.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> coupure, entaille, ouverture;<br /><b>2</b> amputation, castration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτέμνω]].
}}
}}