3,274,313
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμβλέπω''': μέλλ. -ψω, [[βλέπω]] κατὰ [[πρόσωπον]], [[βλέπω]] κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τι, τινὶ Πλάτ. Χαρμ. 155C, Δημ. 363. 4, κτλ.· ἐμβλ. εἰς..., Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Ε, κτλ.· σπανίως τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 3, Καιν. Διαθ.· ἀπόλ., Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 10, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9. 2) ὡς τὸ ἁπλοῦν [[βλέπω]], ποῖ ἐμβλέψασα...; Σοφ. Ἠλ. 995· δεινὸν ἐμβλ. Πλάτ. Ἴων 535, Πλουτ. Πύρρ. 34, κτλ.· πῦρ ἐμβλ. Φιλόστρ. 803. | |lstext='''ἐμβλέπω''': μέλλ. -ψω, [[βλέπω]] κατὰ [[πρόσωπον]], [[βλέπω]] κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τι, τινὶ Πλάτ. Χαρμ. 155C, Δημ. 363. 4, κτλ.· ἐμβλ. εἰς..., Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Ε, κτλ.· σπανίως τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 3, Καιν. Διαθ.· ἀπόλ., Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 10, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9. 2) ὡς τὸ ἁπλοῦν [[βλέπω]], ποῖ ἐμβλέψασα...; Σοφ. Ἠλ. 995· δεινὸν ἐμβλ. Πλάτ. Ἴων 535, Πλουτ. Πύρρ. 34, κτλ.· πῦρ ἐμβλ. Φιλόστρ. 803. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=fixer les yeux sur, regarder : ἐμβλέπειν δεινόν PLUT lancer des regards terribles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βλέπω]]. | |||
}} | }} |