ἡμέρα: Difference between revisions

2,250 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμέρα''': Ἰων. ἡμέρη, Δωρ. [[ἁμέρα]], ἡ· - [[ἡμέρα]], πρῶτον παρ’ Ὁμ. (ἂν καὶ ὁ [[συνήθης]] Ἐπ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ἦμαρ]]), ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει Ἰλ. Θ. 541, Ν. 828· τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε Ὀδ. Ω. 514· νύκτες τε καὶ ἡμέραι Ξ. 93· μῆνές τε καὶ ἡμ. [[αὐτόθι]] 293, Λ. 294· οὕτω παρ’ Ἡσ., ἐφ’ ἡμέρῃ ἧδ’ ἐπὶ νυκτὶ Ἔργ. κ. Ἡμ. 102· περὶ τῶν ποικίλων θέσεων τῆς φράσεως νύκτα καὶ ἡμέραν, ἴδε Λοβ. Παραλ. 62· - ἡ [[σήμερον]] [[ἡμέρα]], ἴδε ἐν λ. [[σήμερον]]: - ἡ ἡλίου [[ἡμέρα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 6731· ἡ Ἀφροδίτης [[ἡμέρα]] [[αὐτόθι]] 6769· Ἑρμοῦ, τῆς τετράδος καὶ τῆς παρασκευῆς, ἐπιφημίζονται γὰρ ἡ μὲν Ἑρμοῦ, ἡ δὲ Ἀφροδίτης Κλήμ. Ἀλ. 877. - Φράσεις σημαίνουσαι τὴν αὐγήν, τὰ χαράγματα, ἅμα ἡμέρᾳ ἢ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6, Αἰσχίν. 64. 28· ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Ἡρόδ. 3. 86· ἡμ. διαλάμπει Ἀριστοφ. Πλούτ. 744· ἐκλάμπει ὁ αὐτ. Εἰρ. 304· ὑποφαίνεται Ξεν. Κύρ. 4. 5, 14· γίγνεται ἢ ἐστὶ πρὸς ἡμέραν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 2. 4, 6, Λυσ. 92 ἐν τέλ.· τῆς ἡμέρας ὀψέ, ἀργά, βράδυ, ἑσπέρας, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ Ἐπ. [[ἦμαρ]]. μετ’ ἐπιθ. πρὸς περιγραφὴν καταστάσεως ἢ χρονικῆς περιόδου τῆς ζωῆς, [[ἐπίπονος]] ἡμ., ζωὴ [[πλήρης]] ἀθλιότητος, Σοφ. Τρῳ. 654· λυπρὰν ἄγειν ἡμ. Εὐρ. Ἑκ. 364· ἐχθρὰ ἡμ. ὁ αὐτ. Φοιν. 540· παλαιὰ ἡμ., [[γῆρας]], Σοφ. Αἴ. 623· αἱ μακραὶ ἡμέραι, [[μῆκος]] ἡμερῶν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1216· νέα ἡμ., [[νεότης]], Εὐρ. Ἴωνι 720· οὕτω, τῇ πρώτῃ ἡμ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 8· ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ, ἡμ., κατὰ τὸ [[τέλος]] τῆς ζωῆς, [[αὐτόθι]] 13, 8· (ἀλλὰ τελευταία ἡμ., [[ἡμέρα]] τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Τ. 1529.) 3) ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[χρόνος]], ἡμ. κλίνει τε κἀνάγει [[πάλιν]] ἅπαντα τἀνθρώπεια ὁ αὐτ. Αἴ. 131· ἐς τόδ’ ἡμέρας ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1138. 4) [[γενέθλιος]] [[ἡμέρα]], Διογ. Λ. 4. 41. ΙΙ. ἀπόλ. χρήσεις: 1) κατὰ γεν., τριῶν ἡμερέων, ἐντὸς τριῶν ἡμ., Ἡρόδ. 2. 115, πρβλ. Θουκ. 7. 3· ἡμερῶν ὀλίγων, ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν, Θουκ. 4, 26, κτλ.· ἄλλης ἡμ., κατ’ [[ἄλλην]] ἡμέραν, Σοφ. Ἠλ. 698· τῆς αὐτῆς ἡμ. Ἰσοκρ. 58C· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθ. νυκτός, Σοφ. Ἀποσπ. 63· οὔθ’ ἡμέρας [[οὔτε]] νυκτὸς Πλάτ. Φαίδρ. 240C· δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης, δὶς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 37· δὶς τῆς ἡμ. Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 44· [[πεντάκις]] τῆς ἡμ. Μένανδ. Μισ. 5· [[κατεσθίω]] … τῆς ἡμ. [[πέντε]] ἡμιμέδιμνα, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Φερεκρ. Ἀγ. 1. 2) κατὰ δοτ., [[τῇδε]] τῇ ἡμέρᾳ, κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, = [[σήμερον]], Σοφ. Ο. Τ. 1183· τῇ τόθ’ ἡμ. ὁ αὐτ. Ἠλ. 1123· - οὕτω, τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1612, πρβλ. Ο. Τ. 615, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1666, Λυσ. 158, 39, κτλ. 3) κατ’ αἰτ., πᾶσαν ἡμ., ὅλην τὴν ἡμέραν, Ἡρόδ. 1. 111, κτλ.· τὴν μέν αὐτίχ’ ἡμ. Σοφ. Ο. Κ. 483· ὅλην τὴν ἡμ. Εὔπολ. Πολ. 5· τρίτην ἡμ. [[αὐτοῦ]] ἥκοντος, [[τρεῖς]] ἡμέρας [[μετὰ]] τὴν ἄφιξιν [[αὐτοῦ]], Θουκ. 8. 23· οὐδεμίαν ἡμέραν, [[οὐδέποτε]], Δημ. 264. 1· [[πέντε]] ἡμέρας, ἐπὶ [[πέντε]] ἡμέρας, Θουκ. 8. 103· τὰς ἡμέρας Ξεν. Κύρ. 1. 3, 12. ΙΙΙ. [[μετὰ]] προθ., μίαν ἀν’ ἀμέραν, ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Πίνδ. Ο. 9. 126· ἀνὰ πᾶσαν ἡμ., καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 7. 198· - ἀφ’ ἡμέρας τῆς νῦν, ἀπὸ τῆς [[σήμερον]], ἀπὸ τοῦδε, Σοφ. Ο. Τ. 351· [[ἀλλά]], ἀφ’ ἡμέρας [[πίνω]], ἄρχομαι πίνων πρὶν ἔτι λήξῃ ἡ [[ἡμέρα]], ὡς τὸ Λατ. de die potare, Πολύβ. 8. 27, 11· - δι’ ἡμέρης, Ἀττ. -ρας, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας Ἡρόδ. 1. 97., 2. 173, Φερεκρ. Ἱπν. 1· διὰ τρίτης ἡμ., κατὰ πᾶσαν τρίτην ἡμέραν, Λατ. tertio quoque die, Ἡρόδ. 2. 37· δι’ ἡμ. πολλῶν, κατὰ [[διάλειμμα]] πολλ. ἡμ.., Θουκ. 2. 29· - ἐν ἡμέρᾳ, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.2· - ἐξ ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, [[οὔτε]] νυκτός οὔτ’ ἐξ ἡμ., Σοφ. Ἠλ. 780· - ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13· - ἐπ’ ἡμέρην, διὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 1. 32, Θουκ. 4. 69· τό γάρ βρότειον σπέρμ’ ἐφ’ ἡμ. φρονεῖ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 295· τῆς ἐφ’ ἡμ. βορᾶς Εὐρ. Ἠλ. 429· ἀλλὰ, τοὐφ’ ἡμέραν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Εὐρ. Κύκλ. 336· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἐπ’ ἡμ. ἑκάστης, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 5. 117· ἐφ’ἡμ. τῆς νῦν Σοφ. Ο. Τ. 351· - καθ’ ἡμέραν, ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Χο. 818· καθ’ ἡμ. τὴν νῦν, τὴν [[σήμερον]] ἡμέραν, Σοφ. Ο. Κ. 3, Αἴ. 801· ἀλλὰ καθ’ ἡμ. κοινῶς σημαίνει ὅ, τι καὶ παρ’ ἡμῖν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἡμ. ἀεὶ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 779· συνήθως [[ὅμως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, τὸν καθ’ ἡμ. βίον ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1364, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 1020, Θουκ. 1. 2, κτλ.· τά καθ’ ἡμ. ἐπιτηδεύματα ὁ αὐτ. 2. 37· τό καθ’ ἡμ. ἀδεές ὁ αὐτ. 3. 37, κτλ.· καὶ τὸ καθ’ ἡμ., ἀπολ. καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1126, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], τά καθ’ ἑκάστην τὴν ἡμ. Ἰσοκρ. 56C ·πρβλ. [[ὁσημέραι]] - μετ’ ἡμέρην, ἀντιθ. νυκτὸς, [[νύκτωρ]], Ἠρόδ. 2. 150, Ἀριστοφ. Πλούτ. 930· [[νύκτωρ]] καὶ μεθ’ ἡμ. Αἰσχίν. 64. 36· - [[ἡμέρα]] παρ’ ἡμέραν γιγνομένη, [[ἡμέρα]] ἀκαολουθοῦσα ἡμέραν, Ἀντιφῶν 137. 43· οὕτω, παρ’ ἡμέραν μόνον, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 2· πρβλ. ἧμαρ ἐν τέλ.- πρὸ ἡμέρας, πρὶν ἀνατείλῃ ἡ [[ἡμέρα]], Δίφιλ. Βοιωτ. 1· - πρὸς ἡμέραν: ἐπειδή δὲ ἦν πρὸς ἡμέραν, ἐπλησίαζε νὰ ἐξημερώσῃ, Λυσ. 92 ἐν τέλ., Δίφιλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], διὰ τὴν ἡμέραν, καθημερινός, Χαρίτ. 4. 2· - ὑπ’ ἀνθρωπίνης ἡμέρας, ὑπὸ κρίσεως ἀνθρωπίνης (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ἡμέραν τῆς παγκοσμίου κρίσεως τοῦ Θεοῦ), Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 3. ΙV. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Ἡμέρα, ἡ θεὰ τῆς ἡμέρας, [[θυγάτηρ]] τοῦ Ἐρέβους καὶ τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 124. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[ἥμερος]], ἐν λ. ὥρα, Λοβ. Παραλ. 359).
|lstext='''ἡμέρα''': Ἰων. ἡμέρη, Δωρ. [[ἁμέρα]], ἡ· - [[ἡμέρα]], πρῶτον παρ’ Ὁμ. (ἂν καὶ ὁ [[συνήθης]] Ἐπ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ἦμαρ]]), ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει Ἰλ. Θ. 541, Ν. 828· τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε Ὀδ. Ω. 514· νύκτες τε καὶ ἡμέραι Ξ. 93· μῆνές τε καὶ ἡμ. [[αὐτόθι]] 293, Λ. 294· οὕτω παρ’ Ἡσ., ἐφ’ ἡμέρῃ ἧδ’ ἐπὶ νυκτὶ Ἔργ. κ. Ἡμ. 102· περὶ τῶν ποικίλων θέσεων τῆς φράσεως νύκτα καὶ ἡμέραν, ἴδε Λοβ. Παραλ. 62· - ἡ [[σήμερον]] [[ἡμέρα]], ἴδε ἐν λ. [[σήμερον]]: - ἡ ἡλίου [[ἡμέρα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 6731· ἡ Ἀφροδίτης [[ἡμέρα]] [[αὐτόθι]] 6769· Ἑρμοῦ, τῆς τετράδος καὶ τῆς παρασκευῆς, ἐπιφημίζονται γὰρ ἡ μὲν Ἑρμοῦ, ἡ δὲ Ἀφροδίτης Κλήμ. Ἀλ. 877. - Φράσεις σημαίνουσαι τὴν αὐγήν, τὰ χαράγματα, ἅμα ἡμέρᾳ ἢ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6, Αἰσχίν. 64. 28· ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Ἡρόδ. 3. 86· ἡμ. διαλάμπει Ἀριστοφ. Πλούτ. 744· ἐκλάμπει ὁ αὐτ. Εἰρ. 304· ὑποφαίνεται Ξεν. Κύρ. 4. 5, 14· γίγνεται ἢ ἐστὶ πρὸς ἡμέραν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 2. 4, 6, Λυσ. 92 ἐν τέλ.· τῆς ἡμέρας ὀψέ, ἀργά, βράδυ, ἑσπέρας, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ Ἐπ. [[ἦμαρ]]. μετ’ ἐπιθ. πρὸς περιγραφὴν καταστάσεως ἢ χρονικῆς περιόδου τῆς ζωῆς, [[ἐπίπονος]] ἡμ., ζωὴ [[πλήρης]] ἀθλιότητος, Σοφ. Τρῳ. 654· λυπρὰν ἄγειν ἡμ. Εὐρ. Ἑκ. 364· ἐχθρὰ ἡμ. ὁ αὐτ. Φοιν. 540· παλαιὰ ἡμ., [[γῆρας]], Σοφ. Αἴ. 623· αἱ μακραὶ ἡμέραι, [[μῆκος]] ἡμερῶν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1216· νέα ἡμ., [[νεότης]], Εὐρ. Ἴωνι 720· οὕτω, τῇ πρώτῃ ἡμ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 8· ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ, ἡμ., κατὰ τὸ [[τέλος]] τῆς ζωῆς, [[αὐτόθι]] 13, 8· (ἀλλὰ τελευταία ἡμ., [[ἡμέρα]] τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Τ. 1529.) 3) ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[χρόνος]], ἡμ. κλίνει τε κἀνάγει [[πάλιν]] ἅπαντα τἀνθρώπεια ὁ αὐτ. Αἴ. 131· ἐς τόδ’ ἡμέρας ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1138. 4) [[γενέθλιος]] [[ἡμέρα]], Διογ. Λ. 4. 41. ΙΙ. ἀπόλ. χρήσεις: 1) κατὰ γεν., τριῶν ἡμερέων, ἐντὸς τριῶν ἡμ., Ἡρόδ. 2. 115, πρβλ. Θουκ. 7. 3· ἡμερῶν ὀλίγων, ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν, Θουκ. 4, 26, κτλ.· ἄλλης ἡμ., κατ’ [[ἄλλην]] ἡμέραν, Σοφ. Ἠλ. 698· τῆς αὐτῆς ἡμ. Ἰσοκρ. 58C· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθ. νυκτός, Σοφ. Ἀποσπ. 63· οὔθ’ ἡμέρας [[οὔτε]] νυκτὸς Πλάτ. Φαίδρ. 240C· δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης, δὶς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 37· δὶς τῆς ἡμ. Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 44· [[πεντάκις]] τῆς ἡμ. Μένανδ. Μισ. 5· [[κατεσθίω]] … τῆς ἡμ. [[πέντε]] ἡμιμέδιμνα, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Φερεκρ. Ἀγ. 1. 2) κατὰ δοτ., [[τῇδε]] τῇ ἡμέρᾳ, κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, = [[σήμερον]], Σοφ. Ο. Τ. 1183· τῇ τόθ’ ἡμ. ὁ αὐτ. Ἠλ. 1123· - οὕτω, τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1612, πρβλ. Ο. Τ. 615, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1666, Λυσ. 158, 39, κτλ. 3) κατ’ αἰτ., πᾶσαν ἡμ., ὅλην τὴν ἡμέραν, Ἡρόδ. 1. 111, κτλ.· τὴν μέν αὐτίχ’ ἡμ. Σοφ. Ο. Κ. 483· ὅλην τὴν ἡμ. Εὔπολ. Πολ. 5· τρίτην ἡμ. [[αὐτοῦ]] ἥκοντος, [[τρεῖς]] ἡμέρας [[μετὰ]] τὴν ἄφιξιν [[αὐτοῦ]], Θουκ. 8. 23· οὐδεμίαν ἡμέραν, [[οὐδέποτε]], Δημ. 264. 1· [[πέντε]] ἡμέρας, ἐπὶ [[πέντε]] ἡμέρας, Θουκ. 8. 103· τὰς ἡμέρας Ξεν. Κύρ. 1. 3, 12. ΙΙΙ. [[μετὰ]] προθ., μίαν ἀν’ ἀμέραν, ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Πίνδ. Ο. 9. 126· ἀνὰ πᾶσαν ἡμ., καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 7. 198· - ἀφ’ ἡμέρας τῆς νῦν, ἀπὸ τῆς [[σήμερον]], ἀπὸ τοῦδε, Σοφ. Ο. Τ. 351· [[ἀλλά]], ἀφ’ ἡμέρας [[πίνω]], ἄρχομαι πίνων πρὶν ἔτι λήξῃ ἡ [[ἡμέρα]], ὡς τὸ Λατ. de die potare, Πολύβ. 8. 27, 11· - δι’ ἡμέρης, Ἀττ. -ρας, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας Ἡρόδ. 1. 97., 2. 173, Φερεκρ. Ἱπν. 1· διὰ τρίτης ἡμ., κατὰ πᾶσαν τρίτην ἡμέραν, Λατ. tertio quoque die, Ἡρόδ. 2. 37· δι’ ἡμ. πολλῶν, κατὰ [[διάλειμμα]] πολλ. ἡμ.., Θουκ. 2. 29· - ἐν ἡμέρᾳ, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.2· - ἐξ ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, [[οὔτε]] νυκτός οὔτ’ ἐξ ἡμ., Σοφ. Ἠλ. 780· - ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13· - ἐπ’ ἡμέρην, διὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 1. 32, Θουκ. 4. 69· τό γάρ βρότειον σπέρμ’ ἐφ’ ἡμ. φρονεῖ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 295· τῆς ἐφ’ ἡμ. βορᾶς Εὐρ. Ἠλ. 429· ἀλλὰ, τοὐφ’ ἡμέραν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Εὐρ. Κύκλ. 336· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἐπ’ ἡμ. ἑκάστης, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 5. 117· ἐφ’ἡμ. τῆς νῦν Σοφ. Ο. Τ. 351· - καθ’ ἡμέραν, ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Χο. 818· καθ’ ἡμ. τὴν νῦν, τὴν [[σήμερον]] ἡμέραν, Σοφ. Ο. Κ. 3, Αἴ. 801· ἀλλὰ καθ’ ἡμ. κοινῶς σημαίνει ὅ, τι καὶ παρ’ ἡμῖν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἡμ. ἀεὶ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 779· συνήθως [[ὅμως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, τὸν καθ’ ἡμ. βίον ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1364, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 1020, Θουκ. 1. 2, κτλ.· τά καθ’ ἡμ. ἐπιτηδεύματα ὁ αὐτ. 2. 37· τό καθ’ ἡμ. ἀδεές ὁ αὐτ. 3. 37, κτλ.· καὶ τὸ καθ’ ἡμ., ἀπολ. καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1126, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], τά καθ’ ἑκάστην τὴν ἡμ. Ἰσοκρ. 56C ·πρβλ. [[ὁσημέραι]] - μετ’ ἡμέρην, ἀντιθ. νυκτὸς, [[νύκτωρ]], Ἠρόδ. 2. 150, Ἀριστοφ. Πλούτ. 930· [[νύκτωρ]] καὶ μεθ’ ἡμ. Αἰσχίν. 64. 36· - [[ἡμέρα]] παρ’ ἡμέραν γιγνομένη, [[ἡμέρα]] ἀκαολουθοῦσα ἡμέραν, Ἀντιφῶν 137. 43· οὕτω, παρ’ ἡμέραν μόνον, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 2· πρβλ. ἧμαρ ἐν τέλ.- πρὸ ἡμέρας, πρὶν ἀνατείλῃ ἡ [[ἡμέρα]], Δίφιλ. Βοιωτ. 1· - πρὸς ἡμέραν: ἐπειδή δὲ ἦν πρὸς ἡμέραν, ἐπλησίαζε νὰ ἐξημερώσῃ, Λυσ. 92 ἐν τέλ., Δίφιλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], διὰ τὴν ἡμέραν, καθημερινός, Χαρίτ. 4. 2· - ὑπ’ ἀνθρωπίνης ἡμέρας, ὑπὸ κρίσεως ἀνθρωπίνης (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ἡμέραν τῆς παγκοσμίου κρίσεως τοῦ Θεοῦ), Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 3. ΙV. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Ἡμέρα, ἡ θεὰ τῆς ἡμέρας, [[θυγάτηρ]] τοῦ Ἐρέβους καὶ τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 124. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[ἥμερος]], ἐν λ. ὥρα, Λοβ. Παραλ. 359).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br /><b>1</b> jour : [[ἅμα]] ἡμέρᾳ XÉN, ἅμ’ ἡμέρῃ <i>(ion.)</i> διαφωσκούσῃ HDT, [[ἅμα]] [[τῇ]] ἡμέρᾳ XÉN au point du jour ; ἐπεὶ [[ἡμέρα]] ὑπεφαίνετο XÉN comme le jour commençait à paraître ; [[ἐξ]] ἡμέρας SOPH de jour ; πρὸς ἡμέραν XÉN vers le jour ; οὔθ’ ἡμέρας [[οὔτε]] νυκτός PLAT ; [[οὔτε]] νυκτὸς οὔτ’ [[ἐξ]] ἡμέρας SOPH ni jour ni nuit ; [[οὐ]] νυκτός, ἀλλὰ μεθ’ ἡμέρην HDT non de nuit, mais pendant le jour;<br /><b>2</b> durée d’un jour <i>pour marquer le temps</i> : τριῶν ἡμερέων HDT, [[πέντε]] ἡμερῶν THC, ἡμερῶν ὀλίγων THC dans le délai de trois jours, de cinq jours, de quelques jours ; ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην HDT chaque jour ; ἐπ’ ἡμέρης ἑκάστης HDT, τῆς ἑκάστης ἡμέρης HDT, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ESCHN, καθ’ ἡμέραν THC chaque jour ; καθ’ ἡμέραν SOPH maintenant ; παρ’ ἡμέραν LUC de jour en jour, tous les deux jours ; ἐφ’ ἡμέραν THC, ἐπ’ ἡμέρην HDT pour un jour, pour la durée d’un jour, au jour le jour <i>ou</i> pour le jour présent ; τῇδ’ ἡμέρᾳ EUR, [[τῇδε]] ἡμέρᾳ SOPH, τῇδ’ [[ἐν]] ἡμέρᾳ SOPH ce jour-là, ce jour même;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> jour <i>pour marquer le temps en gén.</i> : [[αἱ]] μακραὶ ἡμέραι SOPH longs jours, longue vie ; παλαιὰ [[ἁμέρα]] <i>dor.</i> SOPH la vieillesse ; [[τῇ]] πρώτῃ ἡμέρᾳ ARSTT dans les premiers temps de la vie, <i>càd</i> dans la jeunesse ; τελευταία [[ἡμέρα]] SOPH, τερμία [[ἡμέρα]] SOPH le dernier jour (de la vie), le jour de la mort;<br /><b>4</b> <i>pour marquer la condition ou les événements de la vie</i> [[ἐπίπονος]] [[ἡμέρα]] SOPH, λυπρὰ [[ἡμέρα]] EUR vie misérable.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue, cf. [[ἦμαρ]].<br /><span class="bld">2</span><i>fém. de</i> [[ἥμερος]].
}}
}}