πλειστήρης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλειστήρης''': -ες, ([[πλεῖστος]]) πολλαπλοῦς, [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]], [[ὅλος]] ὁ μακρὸς [[χρόνος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
|lstext='''πλειστήρης''': -ες, ([[πλεῖστος]]) πολλαπλοῦς, [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]], [[ὅλος]] ὁ μακρὸς [[χρόνος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />très considérable.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]].
}}
}}