μυριόλεκτος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόλεκτος''': -ον, ὁ [[μυριάκις]] λεχθείς, [[πολυθρύλητος]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17, πρβλ. [[Πολυδ]]. ϛʹ, 206, Ἀρισταίν. 2. 20.
|lstext='''μῡριόλεκτος''': -ον, ὁ [[μυριάκις]] λεχθείς, [[πολυθρύλητος]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17, πρβλ. [[Πολυδ]]. ϛʹ, 206, Ἀρισταίν. 2. 20.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />redit dix mille fois.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]], [[λέγω]]³.
}}
}}