3,274,246
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπάνιος''': [ᾰ], -α, -ον, ([[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9, Θεοφρ. π. Λίθ. 3, Πολύβ., κλπ.), ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[σπάνιος]], [[ὀλίγος]], πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 67., 5. 29· σπ. [[θήρευμα]] λαβεῖν..., ὀλιγοστόν, Εὐρ. Ι. Α. 1162· [[δυσπρόσιτος]], ἔσω τε κλῇθρων [[σπάνιος]] [[αὐτόθι]] 345· σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, ὡς τὸ Λατ. difficiles aditus habere, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι, ἔχοντες ὀλίγον [[ὕδωρ]], ἐφωδιασμένοι μὲ ὀλίγον [[ὕδωρ]], Θουκ. 7. 4· - μετ’ ἀπαρ., σπ. [[ἰδεῖν]], [[σπάνιος]] εἰς τὸ νὰ τὸν ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3· - ἐπὶ προσώπων μετ’ ἐπιρρημ. σημασίας, [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ, σπανίως ἔρχεται εἰς ἐπίσκεψιν, Ἡρόδ. 2. 73· οὕτω, σπ. φανῆναι, σπανίως φαίνομαι, ὁρῶμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 46, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953C· σπάνιοι περιπεπλεύκασι Στράβ. 686· - σπάνιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] σπάνιον νά.., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3, Ἰσοκρ. 210 C· σπάνιον εἴ τις, [[εἶναι]] σπάνιον [[πρᾶγμα]] νά.. τις, Στράβ. 297· - τὸ σπάνιον, = [[σπάνις]], Αἰσχίν. 79. 27, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 8· ὁ ταὧς διὰ τὸ σπ. θαυμάζεται Εὔβουλ. ἐν «Φοίν.» 1. ΙΙ. Συγκρ. σπανιώτερος, Ἡρόδ. 8. 25, Θουκ. 33. κτλ.· - ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. 7. 68, Πλάτ., κλπ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, ἀντίθετον τῷ [[συχνάκις]], Ξεν. Ἀγησ. 9, 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30· οὕτω σπανίᾳ, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· καὶ σπάνιον Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 6. Στράβ. 168, Πλούτ.. κλπ.· συγκρ. -ιώτερον Θουκ. 1. 23· -ιαίτερον διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5· ὑπερθ. -ιώτατα Αἰν. Τακτ. 37· -ιαίτατα Κλήμ. Ἀλ. 202. - Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, [[οἷον]] παρ’ Ἴωνι τῷ Χίῳ 3. 4. | |lstext='''σπάνιος''': [ᾰ], -α, -ον, ([[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9, Θεοφρ. π. Λίθ. 3, Πολύβ., κλπ.), ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[σπάνιος]], [[ὀλίγος]], πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 67., 5. 29· σπ. [[θήρευμα]] λαβεῖν..., ὀλιγοστόν, Εὐρ. Ι. Α. 1162· [[δυσπρόσιτος]], ἔσω τε κλῇθρων [[σπάνιος]] [[αὐτόθι]] 345· σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, ὡς τὸ Λατ. difficiles aditus habere, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι, ἔχοντες ὀλίγον [[ὕδωρ]], ἐφωδιασμένοι μὲ ὀλίγον [[ὕδωρ]], Θουκ. 7. 4· - μετ’ ἀπαρ., σπ. [[ἰδεῖν]], [[σπάνιος]] εἰς τὸ νὰ τὸν ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3· - ἐπὶ προσώπων μετ’ ἐπιρρημ. σημασίας, [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ, σπανίως ἔρχεται εἰς ἐπίσκεψιν, Ἡρόδ. 2. 73· οὕτω, σπ. φανῆναι, σπανίως φαίνομαι, ὁρῶμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 46, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953C· σπάνιοι περιπεπλεύκασι Στράβ. 686· - σπάνιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] σπάνιον νά.., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3, Ἰσοκρ. 210 C· σπάνιον εἴ τις, [[εἶναι]] σπάνιον [[πρᾶγμα]] νά.. τις, Στράβ. 297· - τὸ σπάνιον, = [[σπάνις]], Αἰσχίν. 79. 27, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 8· ὁ ταὧς διὰ τὸ σπ. θαυμάζεται Εὔβουλ. ἐν «Φοίν.» 1. ΙΙ. Συγκρ. σπανιώτερος, Ἡρόδ. 8. 25, Θουκ. 33. κτλ.· - ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. 7. 68, Πλάτ., κλπ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, ἀντίθετον τῷ [[συχνάκις]], Ξεν. Ἀγησ. 9, 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30· οὕτω σπανίᾳ, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· καὶ σπάνιον Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 6. Στράβ. 168, Πλούτ.. κλπ.· συγκρ. -ιώτερον Θουκ. 1. 23· -ιαίτερον διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5· ὑπερθ. -ιώτατα Αἰν. Τακτ. 37· -ιαίτατα Κλήμ. Ἀλ. 202. - Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, [[οἷον]] παρ’ Ἴωνι τῷ Χίῳ 3. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> rare, peu fréquent, peu abondant ; [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]] XÉN qu’on voit rarement <i>litt.</i> rare à voir ; σπάνιον avec l’inf. XÉN il est rare de ; τὸ σπάνιον ESCHN la rareté, l’insuffisance;<br /><b>2</b> insuffisant, chétif, misérable;<br /><i>Cp.</i> σπανιώτερος, <i>Sp.</i> σπανιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπάνις]]. | |||
}} | }} |