ἐξευλαβέομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξευλᾰβέομαι''': προφυλάττομαι [[μετὰ]] προσοχῆς, ἔκ τινος, μετ᾿ αἰτ., ἐξευλαβεῖσθαί τε τὰ δεινὰ καὶ τὰ μὴ Πλάτ. Λάχ. 199D, κ. ἀλλ.: ἐξευλ. τοῦτο μή... Εὐρ. Ἀνδρ. 645· ἐξ. μή... Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.
|lstext='''ἐξευλᾰβέομαι''': προφυλάττομαι [[μετὰ]] προσοχῆς, ἔκ τινος, μετ᾿ αἰτ., ἐξευλαβεῖσθαί τε τὰ δεινὰ καὶ τὰ μὴ Πλάτ. Λάχ. 199D, κ. ἀλλ.: ἐξευλ. τοῦτο μή... Εὐρ. Ἀνδρ. 645· ἐξ. μή... Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />se garder avec soin de, acc. ; <i>avec</i> [[μή]] et le subj..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[εὐλαβέομαι]].
}}
}}