θυλέομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυλέομαι''': Ἀποθ., [[προσφέρω]] ὡς θυσίαν, [[Πολυδ]]. Α΄, 27 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι θυλήσασθαι, οὐχὶ θυηλήσασθαι), Πορφύρ. π. Ἀποχ. ἐμψ. 2. 17.
|lstext='''θυλέομαι''': Ἀποθ., [[προσφέρω]] ὡς θυσίαν, [[Πολυδ]]. Α΄, 27 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι θυλήσασθαι, οὐχὶ θυηλήσασθαι), Πορφύρ. π. Ἀποχ. ἐμψ. 2. 17.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />offrir en sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
}}