3,273,724
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱκανότης''': -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[ἱκανός]], [[ἁρμόδιος]], [[πρόσφορος]], Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. [[ἐπάρκεια]], ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ [[ἱκανότης]] ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C. | |lstext='''ἱκανότης''': -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[ἱκανός]], [[ἁρμόδιος]], [[πρόσφορος]], Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. [[ἐπάρκεια]], ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ [[ἱκανότης]] ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />suffisance :<br /><b>1</b> quantité <i>ou</i> longueur suffisante;<br /><b>2</b> aptitude, capacité.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκανός]]. | |||
}} | }} |