καρύα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρύα''': ἡ, ἡ «καρυδιὰ» (ὁ δὲ [[καρπὸς]] λέγεται [[κάρυον]]), Σοφ. Ἀποσπ. 892, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 3. 2, 3.
|lstext='''καρύα''': ἡ, ἡ «καρυδιὰ» (ὁ δὲ [[καρπὸς]] λέγεται [[κάρυον]]), Σοφ. Ἀποσπ. 892, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 3. 2, 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />noyer, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρυον]].
}}
}}