3,274,299
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]] Β) πεφημισμένος, [[περίφημος]], ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς [[ἔξοχος]], [[ἑκατόμβη]] Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. [[κλυτός]]. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ. | |lstext='''κλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]] Β) πεφημισμένος, [[περίφημος]], ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς [[ἔξοχος]], [[ἑκατόμβη]] Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. [[κλυτός]]. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> illustre, célèbre;<br /><b>2</b> digne d’être vanté, superbe, magnifique.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κλείω]]². | |||
}} | }} |