μάλιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ μαλὸς (= [[μαλλός]]), βόστρυχος, Ἀνθ. Π. 11. 157. 2) = [[μᾶλλον]], «Ἴωνες τὸ [[μᾶλλον]] μάλλιον» Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 2. 240, 2, Ἡσύχ.
|lstext='''μάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ μαλὸς (= [[μαλλός]]), βόστρυχος, Ἀνθ. Π. 11. 157. 2) = [[μᾶλλον]], «Ἴωνες τὸ [[μᾶλλον]] μάλλιον» Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 2. 240, 2, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />boucle de cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[μαλλός]].<br /><span class="bld">2</span><i>adv.</i><br />v. [[μάλα]].
}}
}}