σκιαρόκομος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾰρόκομος''': -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.
|lstext='''σκιᾰρόκομος''': -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au feuillage ombreux.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαρός]], [[κόμη]].
}}
}}