τρικέφαλος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κεφαλάς, «[[Ἑρμῆς]] [[τρικέφαλος]]· Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι τοῦτο ἔφη, παίζων κωμικῶς [[παρόσον]] [[τετρακέφαλος]] ἐν τῇ τριόδῳ τῇ ἐν Κεραμεικῷ ἵδρυτο» Ἡσύχ. ἐν λ. [[Ἑρμῆς]] [[τρικέφαλος]] (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 468), Φιλόχ. 69, Λουκ. περὶ Ἀληθοῦς Ἱστ. 1. 11, κλπ. [Ἡ παραλήγουσα παρὰ ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] μακρά, ὡς εἰ ἦν τρικέφαλλος, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 417· πρβλ. [[κυνοκέφαλος]], [[τετρακέφαλος]].]
|lstext='''τρῐκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κεφαλάς, «[[Ἑρμῆς]] [[τρικέφαλος]]· Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι τοῦτο ἔφη, παίζων κωμικῶς [[παρόσον]] [[τετρακέφαλος]] ἐν τῇ τριόδῳ τῇ ἐν Κεραμεικῷ ἵδρυτο» Ἡσύχ. ἐν λ. [[Ἑρμῆς]] [[τρικέφαλος]] (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 468), Φιλόχ. 69, Λουκ. περὶ Ἀληθοῦς Ἱστ. 1. 11, κλπ. [Ἡ παραλήγουσα παρὰ ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] μακρά, ὡς εἰ ἦν τρικέφαλλος, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 417· πρβλ. [[κυνοκέφαλος]], [[τετρακέφαλος]].]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois têtes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κεφαλή]].
}}
}}