3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπλομάχος''': [ᾰ], -ον, ὁ μαχόμενος διὰ βαρέων ὅπλων Ξεν. Λακ. 11, 8, Πολύβ. 2. 65, 11. ΙΙ. [[ὁπλομάχος]], ὁ, παιδευτὴν τῶν πολεμικῶν, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, ὁ γυμνάζων εἰς τὴν χρῆσιν τῶν πραγματικῶν ὅπλων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἀσκοῦντα [[ἁπλῶς]] εἰς τὴν διὰ ψευδῶν ὅπλων μάχην, Θεοφρ. Χαρακτ. 5, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 429. | |lstext='''ὁπλομάχος''': [ᾰ], -ον, ὁ μαχόμενος διὰ βαρέων ὅπλων Ξεν. Λακ. 11, 8, Πολύβ. 2. 65, 11. ΙΙ. [[ὁπλομάχος]], ὁ, παιδευτὴν τῶν πολεμικῶν, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, ὁ γυμνάζων εἰς τὴν χρῆσιν τῶν πραγματικῶν ὅπλων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἀσκοῦντα [[ἁπλῶς]] εἰς τὴν διὰ ψευδῶν ὅπλων μάχην, Θεοφρ. Χαρακτ. 5, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 429. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui combat avec des armes pesantes ; <i>subst.</i> ὁ [[ὁπλομάχος]] hoplomaque : maître d’armes, instructeur, dans un gymnase.<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} |