3,277,119
edits
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρᾰκολουθέω''': ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, παρακολουθῶ τὰ ἴχνη τινός, ἰχνηλατῶ, τινι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 725· τὸ παρακολουθοῦν [[εἴδωλον]] ἑκάστῳ Πλάτ. Σοφ. 266C, πρβλ. Δημ. 519. 12., 537. 2· οὓς σὺ ζῶντας μέν, ὦ [[κίναδος]], κολακεύων παρηκολούθεις ὁ αὐτ. 281. 22· πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 5. ΙΙ. κατὰ διαφόρους σχέσεις τὸ μὲν σωματικάς, τὸ δὲ πνευματικάς, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, [[μετὰ]] προσοχῆς παρακολουθῶ, [[προσέχω]], ἐπὶ ἰατροῦ, π. νοσήματι Πλάτ. Πολ. 406Β· π. ἅπασι [τοῖς πονηρεύμασι], ἰχνηλατεῖν πάσας τὰς πονηρὰς [[αὐτοῦ]] πράξεις, Δημ. 423. 24· οὕτω, π. τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς ὁ αὐτ. 285. 21· παρακολουθήσεις χρόνοις, ἐπὶ ἔτη, Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 20, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 3· π. τοῖς δικαίοις Δημάδ. 178. 32. 2) ἐπὶ ἀκροατηρίου, προσέχειν νοῦν καὶ παρ. εὐμαθῶς Αἰσχίν. 16. 9· [[καθόλου]], ἀκολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, π. πῶς ... Πολύβ. 1. 12, 7, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς ὅρος τῶν στωϊκῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 33, κτλ.· [[ὡσαύτως]], παρακολουθεῖν τούτῳ ὅτι …, ἐννοεῖν ὅτι …, [[αὐτόθι]] 2. 26, 3· καὶ [[ἁπλῶς]], π. ὅτι ... Γαλην. 13. 63D· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 21. ― σπανίως μετ’ αἰτ., π. τὰ ἐψηφισμένα, λαμβάνειν γνῶσιν αὐτῶν, μανθάνειν …, Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Α. 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ νόσου, πυρετοὶ π. μοι καὶ ἀλγήματα Δημ. 1260. 20· τῷ βίῳ π., [[συμβαδίζω]] μετά τινος, εἶμαι [[ἀχώριστος]] ἀπό τινος, ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα προξενοῦσιν [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 262· οὕτω, αὐτοῖς π. ἡ [[ἔχθρα]] παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων Δημ. 1378. 14· ἐπὶ κανόνων, [[ἰσχύω]] διὰ παντός, ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, π. δι’ ὅλης τῆς ἱππικῆς Ξεν. Ἱππ. 8. 14. 4) ἐπὶ λογικῆς ἰδιότητος, τὸ ἀεὶ παρακολουθοῦν Ἀριστ. Τοπ. 5. 3, 7· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ γένους, ὁ αὐτ. 4. 5, 3, πρβλ. 4. 2, 17· ἐπὶ ἐννοιῶν ἀδιασπάστως ἀλλήλαις συνδεομένων, ὁ αὐτ. π. Κατηγ. 7, 30, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 9· ἐπὶ αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 17, 3· ― πρβλ. [[παρακολούθησις]]. | |lstext='''παρᾰκολουθέω''': ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, παρακολουθῶ τὰ ἴχνη τινός, ἰχνηλατῶ, τινι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 725· τὸ παρακολουθοῦν [[εἴδωλον]] ἑκάστῳ Πλάτ. Σοφ. 266C, πρβλ. Δημ. 519. 12., 537. 2· οὓς σὺ ζῶντας μέν, ὦ [[κίναδος]], κολακεύων παρηκολούθεις ὁ αὐτ. 281. 22· πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 5. ΙΙ. κατὰ διαφόρους σχέσεις τὸ μὲν σωματικάς, τὸ δὲ πνευματικάς, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, [[μετὰ]] προσοχῆς παρακολουθῶ, [[προσέχω]], ἐπὶ ἰατροῦ, π. νοσήματι Πλάτ. Πολ. 406Β· π. ἅπασι [τοῖς πονηρεύμασι], ἰχνηλατεῖν πάσας τὰς πονηρὰς [[αὐτοῦ]] πράξεις, Δημ. 423. 24· οὕτω, π. τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς ὁ αὐτ. 285. 21· παρακολουθήσεις χρόνοις, ἐπὶ ἔτη, Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 20, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 3· π. τοῖς δικαίοις Δημάδ. 178. 32. 2) ἐπὶ ἀκροατηρίου, προσέχειν νοῦν καὶ παρ. εὐμαθῶς Αἰσχίν. 16. 9· [[καθόλου]], ἀκολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, π. πῶς ... Πολύβ. 1. 12, 7, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς ὅρος τῶν στωϊκῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 33, κτλ.· [[ὡσαύτως]], παρακολουθεῖν τούτῳ ὅτι …, ἐννοεῖν ὅτι …, [[αὐτόθι]] 2. 26, 3· καὶ [[ἁπλῶς]], π. ὅτι ... Γαλην. 13. 63D· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 21. ― σπανίως μετ’ αἰτ., π. τὰ ἐψηφισμένα, λαμβάνειν γνῶσιν αὐτῶν, μανθάνειν …, Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Α. 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ νόσου, πυρετοὶ π. μοι καὶ ἀλγήματα Δημ. 1260. 20· τῷ βίῳ π., [[συμβαδίζω]] μετά τινος, εἶμαι [[ἀχώριστος]] ἀπό τινος, ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα προξενοῦσιν [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 262· οὕτω, αὐτοῖς π. ἡ [[ἔχθρα]] παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων Δημ. 1378. 14· ἐπὶ κανόνων, [[ἰσχύω]] διὰ παντός, ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, π. δι’ ὅλης τῆς ἱππικῆς Ξεν. Ἱππ. 8. 14. 4) ἐπὶ λογικῆς ἰδιότητος, τὸ ἀεὶ παρακολουθοῦν Ἀριστ. Τοπ. 5. 3, 7· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ γένους, ὁ αὐτ. 4. 5, 3, πρβλ. 4. 2, 17· ἐπὶ ἐννοιῶν ἀδιασπάστως ἀλλήλαις συνδεομένων, ὁ αὐτ. π. Κατηγ. 7, 30, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 9· ἐπὶ αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 17, 3· ― πρβλ. [[παρακολούθησις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> suivre de près, τινι;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> suivre par la pensée, suivre avec soin, avec attention, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀκολουθέω]]. | |||
}} | }} |