φιλαπόδημος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλᾰπόδημος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.
|lstext='''φῐλᾰπόδημος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime à voyager.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπόδημος]].
}}
}}