προγεννήτωρ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προγεννήτωρ''': -ορος, ὁ, ἐν τῷ πληθ. προγεννήτορες, πρόγονοι, Εὐρ. Ἱππ. 1380.
|lstext='''προγεννήτωρ''': -ορος, ὁ, ἐν τῷ πληθ. προγεννήτορες, πρόγονοι, Εὐρ. Ἱππ. 1380.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />aïeul.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γεννάω]].
}}
}}