σκύλευμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύλευμα''': [ῡ], τό, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, [[λάφυρα]], Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.
|lstext='''σκύλευμα''': [ῡ], τό, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, [[λάφυρα]], Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dépouille d’un ennemi tué ; dépouille <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[σκυλεύω]].
}}
}}