3,273,552
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκωπτόλης''': -ου, ὁ, [[ἀστεῖος]], περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ [[σκώπτω]], ὡς τὸ [[μαινόλης]] ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]]). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233. | |lstext='''σκωπτόλης''': -ου, ὁ, [[ἀστεῖος]], περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ [[σκώπτω]], ὡς τὸ [[μαινόλης]] ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]]). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />moqueur, qui lance des mots piquants.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]]. | |||
}} | }} |