3,274,246
edits
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειμέριος''': -α, -ον, Ὅμ. καὶ Πίνδ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ος, ον, Σοφ. Φιλ. 1194, Θουκ. 3. 22· ὁ εἰς τὸν χειμῶνα ἀνήκων, [[χειμωνικός]], «χειμωνιάτικος», [[θυελλώδης]], ἄελλαι Ἰλ. Β. 294· νιφάδες Γ. 222· [[ὕδωρ]] Ψ. 420· [[ὄμβρος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 478, Πινδ. Π. 6. 10, Εὐρ. Ἑλ. 1418 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Εὐρ. καὶ [[οὐδέποτε]] παρ’ Αἰσχύλῳ)· [[νότος]] Σοφ. Ἀντιγ. 335· ὥρη χειμερίη, ἡ ἐποχὴ τῶν θυελλῶν ἢ τῶν καταιγίδων καὶ τρικυμιῶν, Ὀδ. Ε. 485, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 492· [[ἦμαρ]] χ. Ἰλ. Μ. 279, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 522, 563· νὺξ Ἐμπεδ. 221, Πινδ. Ο. 6. 171, Θουκ. κλπ· χ. πῦρ Πινδ. Π. 4. 473· οἱ χειμεριώτατοι μῆνες, οἱ θυελλωδέστατοι, τρικυμιωδέστατοι, Ἡρόδ. 2. 68· τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 1· οὕτω, χ. κατὰ μῆνα Σιμωνίδ. 14· ἦρ χ., τρικυμιῶδες, ψυχρὸν ἔαρ, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 287· χ. νὺξ, [[θυελλώδης]] νὺξ (ἐν ὥρα θέρους), Πινδ. Ο. 6. 171· ἀκτὰ χειμερία [[κυματοπλήξ]], [[ἀκτὴ]] πληττομένη ὑπὸ τῶν τρικυμιωδῶν κυμάτων, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1241· χειμέρια βροντᾷ, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142· ἐν χειμερίοις, ἐν ψυχροῖς τόποις, ἀντίθετον τῷ ἐν ἀλεεινοῖς, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 11· ἢν ἴδωσι .. χειμέρια, θυελλώδη καιρὸν, [[αὐτόθι]] 9. 10, 1· χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν [[μᾶλλον]] ἢ αἱ μεσότητες ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 9. 2) μεταφορ., χ. [[λύπη]], ὑπερβάλλουσα [[λύπη]], [[ὀδύνη]], [[πόνος]], ὑπερβολικὸς, Σοφ. Φιλ. 1194· χ. τὰ πράγματα, [[μετὰ]] παιδιᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1141. - Παρὰ τοῖς δοκίμοις τὸ μὲν [[χειμέριος]] = [[θυελλώδης]], τρικυμιώδης, τὸ δὲ χειμερινὸς (ἀντίθετον τῷ θερινὸς) = ὁ γινόμενος κατὰ τὴν ὥραν τοῦ χειμῶνος, ὥς τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι. Μεταγενέστεροι [[ὅμως]] συγγραφεῖς ἠμέλησαν τῆς τοιάυτης διακρίσεως, [[οἷον]] χειμερίῃσι (δηλ. ὥραις) Νικ. Ἀλεξιφ. 544· ὁ Ἀππ. ἐν τοῖς Ἐμφυλ. 2. 48 καὶ 52 γράφει χειμέριοι τροπαὶ, πρβλ. χειμερινὸς 2· - ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 52. | |lstext='''χειμέριος''': -α, -ον, Ὅμ. καὶ Πίνδ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ος, ον, Σοφ. Φιλ. 1194, Θουκ. 3. 22· ὁ εἰς τὸν χειμῶνα ἀνήκων, [[χειμωνικός]], «χειμωνιάτικος», [[θυελλώδης]], ἄελλαι Ἰλ. Β. 294· νιφάδες Γ. 222· [[ὕδωρ]] Ψ. 420· [[ὄμβρος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 478, Πινδ. Π. 6. 10, Εὐρ. Ἑλ. 1418 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Εὐρ. καὶ [[οὐδέποτε]] παρ’ Αἰσχύλῳ)· [[νότος]] Σοφ. Ἀντιγ. 335· ὥρη χειμερίη, ἡ ἐποχὴ τῶν θυελλῶν ἢ τῶν καταιγίδων καὶ τρικυμιῶν, Ὀδ. Ε. 485, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 492· [[ἦμαρ]] χ. Ἰλ. Μ. 279, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 522, 563· νὺξ Ἐμπεδ. 221, Πινδ. Ο. 6. 171, Θουκ. κλπ· χ. πῦρ Πινδ. Π. 4. 473· οἱ χειμεριώτατοι μῆνες, οἱ θυελλωδέστατοι, τρικυμιωδέστατοι, Ἡρόδ. 2. 68· τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 1· οὕτω, χ. κατὰ μῆνα Σιμωνίδ. 14· ἦρ χ., τρικυμιῶδες, ψυχρὸν ἔαρ, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 287· χ. νὺξ, [[θυελλώδης]] νὺξ (ἐν ὥρα θέρους), Πινδ. Ο. 6. 171· ἀκτὰ χειμερία [[κυματοπλήξ]], [[ἀκτὴ]] πληττομένη ὑπὸ τῶν τρικυμιωδῶν κυμάτων, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1241· χειμέρια βροντᾷ, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142· ἐν χειμερίοις, ἐν ψυχροῖς τόποις, ἀντίθετον τῷ ἐν ἀλεεινοῖς, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 11· ἢν ἴδωσι .. χειμέρια, θυελλώδη καιρὸν, [[αὐτόθι]] 9. 10, 1· χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν [[μᾶλλον]] ἢ αἱ μεσότητες ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 9. 2) μεταφορ., χ. [[λύπη]], ὑπερβάλλουσα [[λύπη]], [[ὀδύνη]], [[πόνος]], ὑπερβολικὸς, Σοφ. Φιλ. 1194· χ. τὰ πράγματα, [[μετὰ]] παιδιᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1141. - Παρὰ τοῖς δοκίμοις τὸ μὲν [[χειμέριος]] = [[θυελλώδης]], τρικυμιώδης, τὸ δὲ χειμερινὸς (ἀντίθετον τῷ θερινὸς) = ὁ γινόμενος κατὰ τὴν ὥραν τοῦ χειμῶνος, ὥς τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι. Μεταγενέστεροι [[ὅμως]] συγγραφεῖς ἠμέλησαν τῆς τοιάυτης διακρίσεως, [[οἷον]] χειμερίῃσι (δηλ. ὥραις) Νικ. Ἀλεξιφ. 544· ὁ Ἀππ. ἐν τοῖς Ἐμφυλ. 2. 48 καὶ 52 γράφει χειμέριοι τροπαὶ, πρβλ. χειμερινὸς 2· - ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, <i>att.</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne le mauvais temps, orageux, pluvieux : χειμέριαι ἅελλαι IL tempêtes d’orage ; [[χειμέριος]] [[νότος]] SOPH vent d’orage ; [[χειμέριος]] [[νύξ]] THC nuit d’orage ; [[οἱ]] χειμεριώτατοι μῆνες HDT les mois où le temps est le plus mauvais ; <i>fig.</i> sombre comme l’hiver;<br /><b>2</b> <i>en poésie, particul. chez les Épq.</i> qui est de l’hiver, qui se fait pendant l’hiver : [[ὥρη]] χειμερίη OD la mauvaise saison;<br /><i>Sp.</i> χειμεριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]]. | |||
}} | }} |