σπουδαστικός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπουδαστικός''': -ή, -όν, [[ζηλωτής]], [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], ἀντίθετον τῷ [[φιλοπαίγμων]], Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.
|lstext='''σπουδαστικός''': -ή, -όν, [[ζηλωτής]], [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], ἀντίθετον τῷ [[φιλοπαίγμων]], Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />grave, sérieux;<br /><i>Cp.</i> σπουδαστικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
}}