σώρακος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σώρᾰκος''': ὁ, (σωρὸς) «[[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ τὰ σκεύη τῶν ὑποκριτῶν» ([[Πολυδ]]. Ι΄, 130), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 244· καλάθιον, στάμνοι μέλιτος σώρακοί τε φοινίκων Βαβρ. 108. 18.
|lstext='''σώρᾰκος''': ὁ, (σωρὸς) «[[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ τὰ σκεύη τῶν ὑποκριτῶν» ([[Πολυδ]]. Ι΄, 130), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 244· καλάθιον, στάμνοι μέλιτος σώρακοί τε φοινίκων Βαβρ. 108. 18.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cabas de figues <i>ou</i> de dattes.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σωρός]].
}}
}}