3,274,408
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεργός''': -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] ἐργαζόμενος, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐργαζόμενος ἢ βοηθῶν εἰς τὸ [[ἔργον]], καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ, ἡ, ὁ βοηθὸς εἴς τι [[ἔργον]], [[συνεργάτης]] [[συμβοηθός]], Εὐρ. Ὀρ. 1446, Μήδ. 395, Θουκ. 8. 92, Πλάτ., κλπ.· [[μετὰ]] δοτικ. προσώπ., Εὐρ. Ἱππ. 523, Θουκ. 3. 63, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 17, κτλ.· συνεργὸς θρήνοις ἐμοῖς, σὺν ἐμοὶ θρηνῶν, Εὐρ. Ἑλ. 1112· σπανίως [[μετὰ]] γενικ. προσώπ., Πλουτ. Περικλ. 31· [[μετὰ]] γενικ. πράγματ., ὁ λαμβάνων [[μέρος]] εἴς τι [[ἔργον]] ἢ εἰς τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, συν. τείχεος, βοηθὸς εἰς τὴν ἀνέγερσιν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ο. 8. 43· σ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετάς, ὁ βοηθῶν πρὸς αὐτά, Εὐρ. ἐν Ἱππ. 676, ἐν Μηδ. 845· σ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἴς τι, Πλάτ. Συμπ. 180Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 21· σ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10, ἐν Συμπ. 8, 38· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 7· ἔν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 588· ― μετ’ ἀπαρ., σ. τῷ παιδὶ μὴ ἐκπεσεῖν Εὐρ. Ἴων 48. ΙΙ. ὁ τὰ αὐτὰ καί τις [[ἄλλος]] ἐργαζόμενος, [[συνεργάτης]] ἢ [[σύντροφος]], [[μετὰ]] γεν. προσ., Δημ. 385. 23, Ἐπιγρ. παρὰ Ραγκαβῇ 56Α. ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τινὲς γράφουσι σύνεργος, Ἀμμών. 131, Θωμ. Μάγιστρ. 339. | |lstext='''συνεργός''': -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] ἐργαζόμενος, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐργαζόμενος ἢ βοηθῶν εἰς τὸ [[ἔργον]], καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ, ἡ, ὁ βοηθὸς εἴς τι [[ἔργον]], [[συνεργάτης]] [[συμβοηθός]], Εὐρ. Ὀρ. 1446, Μήδ. 395, Θουκ. 8. 92, Πλάτ., κλπ.· [[μετὰ]] δοτικ. προσώπ., Εὐρ. Ἱππ. 523, Θουκ. 3. 63, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 17, κτλ.· συνεργὸς θρήνοις ἐμοῖς, σὺν ἐμοὶ θρηνῶν, Εὐρ. Ἑλ. 1112· σπανίως [[μετὰ]] γενικ. προσώπ., Πλουτ. Περικλ. 31· [[μετὰ]] γενικ. πράγματ., ὁ λαμβάνων [[μέρος]] εἴς τι [[ἔργον]] ἢ εἰς τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, συν. τείχεος, βοηθὸς εἰς τὴν ἀνέγερσιν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ο. 8. 43· σ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετάς, ὁ βοηθῶν πρὸς αὐτά, Εὐρ. ἐν Ἱππ. 676, ἐν Μηδ. 845· σ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἴς τι, Πλάτ. Συμπ. 180Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 21· σ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10, ἐν Συμπ. 8, 38· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 7· ἔν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 588· ― μετ’ ἀπαρ., σ. τῷ παιδὶ μὴ ἐκπεσεῖν Εὐρ. Ἴων 48. ΙΙ. ὁ τὰ αὐτὰ καί τις [[ἄλλος]] ἐργαζόμενος, [[συνεργάτης]] ἢ [[σύντροφος]], [[μετὰ]] γεν. προσ., Δημ. 385. 23, Ἐπιγρ. παρὰ Ραγκαβῇ 56Α. ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τινὲς γράφουσι σύνεργος, Ἀμμών. 131, Θωμ. Μάγιστρ. 339. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui prête son aide <i>ou</i> son concours ; τινι, <i>rar.</i> τινος à qqn ; <i>abs.</i> auxiliaire ; <i>en mauv. part</i> complice ; [[συνεργός]] τινος qui aide à faire qch, qui aide à qch ; [[συνεργός]] τινί τινος qui aide qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |