συνέρχομαι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνέρχομαι''': μέλλ. -λεύσομαι (Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33), ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. [[εἶναι]] [[σύνειμι]] ([[εἶμι]])· ἀποθετ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ. Ἔρχομαι ἢ [[ὑπάγω]] [[ὁμοῦ]], ἢ ἐν συνοδίᾳ, σύν τε δύ’ ἐρχομένω Ἰλ. Κ. 224 ([[ἔνθα]] [[ἡμαρτημένως]] ὑποτίθεται ὅτι ἐγένετο [[τμῆσις]] τοῦ [[σύνδυο]]). ΙΙ. [[ἔρχομαι]] [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ [[μέρος]], Ἡρόδ. 1. 152., 7. 97, Εὐρ. Βάκχ. 714, Θουκ., κλπ.· σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 1. 202· εἰς ταὐτὸ εἰς μίαν νῆσον Ξεν. Ἀθην. 2, 2· εἰς τὸ κοινὸν Πλάτ. Νόμ. 680Ε· εἰς ἓν ἱερὸν [[αὐτόθι]] 767C· [[ἐνθάδε]] Ἀριστοφ. Λυσ. 39· [[δεῦρο]] ἐς Κλεισθένους [[αὐτόθι]] 621· ἐκ τῶν ἀγρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 632· ἀπὸ τῶν [[πόλεων]] Θουκ. 5. 55· σ. ἐς λόγους τινὶ Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1300· ἐπὶ τὸν ἀγῶνα Δημ. 532. 8· καὶ [[ἁπλῶς]], σ. τινι, ἔχω σχέσεις μετά τινος, Σοφ. Ο. Τ. 572· σ. χοροῖς, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1469. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[ἔρχομαι]] εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι εἰς μάχην, σ. τινι ἐς [[πεδίον]] Ἡρόδ. 1. 80· εἰς μάχην Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐπὶ ἀγῶνα Δημ. 532. 8· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς μάχης, [[μάχη]] ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, γενομένη, διεξαχθεῖσα, Θουκ. 5. 74. 3) [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὸ αὐτό, συνενοῦμαι ἢ [[συνδέομαι]], φίλος φίλῳ εἰς ἓν σ. Εὐρ. Φοίν. 462· δύο οἰκίαι σ. εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Χαρμίδ. 157Ε· σ. τοῦ ζῆν ἕνεκεν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4· σ. ἐπὶ κοινωνίᾳ βίω Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33· αἱ πόλεις σ., ἐσχημάτισαν σύνδεσμον ἢ συμμαχίαν, Δημ. 231. 18· συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι [[μετὰ]] προηγηθεῖσαν ἔριν, ἀδελφοὶ οὐ ῥᾳδίως σ. Πλούτ. 2. 481D. β) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, σ. γυναικὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2. 4. Στράβ. 735· σ. εἰς ὁμιλίαν τινί, ἐπὶ γυναικός, Διόδ. 3. 58, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Ε· [[οὕτως]] ἀπολ., Πλουτ. Θησ. 3, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8. 1. 4) [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., ταύτην τὴν στρατείαν ξ. (ὡς τὸ ὁδὸν ἔρχ.), [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς ταύτην τὴν ἐκστρατείαν, Θουκ. 1. 3· οὕτω, τὸ σὸν [[λέχος]] ξυνῆλθον, ἔλαβον [[μέρος]] εἰς τὴν κλίνην σου, εἰς τὴν κοίτην σου, Σοφ. Αἴ. 491· [[λέχος]] συστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 28, πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 831. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[συνδέομαι]] εἰς ἓν, [[χάρις]] κείνου τε κἀμοῦ ξ. Σοφ. Τρ. 619· τἀπ’ ἐμοῦ τε κἀπό σου εἰς ἓν ξ. Εὐρ. Τρῳ. 1155· οὕτω, σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 4. 120· σ. εἰς ἓν Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2, 6, 1· ἐπὶ ποταμοῦ συναπτομένου μετ’ ἄλλου εἰς ἓν [[ῥεῖθρον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 12· ἐπὶ ἀστέρων, εἶμαι ἐν συζυγίᾳ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 15· ἐπὶ ἀριθμῶν, συναποτελῶ ἓν ποσὸν ἢ κεφάλαιον, Ἡρόδ. 3. 159· ἐπὶ χάσματος, συγκλείομαι, Πλούτ. 2. 306Ε. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συντρέχω]], [[συμβαίνω]] [[ὁμοῦ]], Ἡρόδ. 6. 77· τῆς τύχης οὕτω σ. Πλουτ. Κάμιλλ. 13.
|lstext='''συνέρχομαι''': μέλλ. -λεύσομαι (Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33), ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. [[εἶναι]] [[σύνειμι]] ([[εἶμι]])· ἀποθετ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ. Ἔρχομαι ἢ [[ὑπάγω]] [[ὁμοῦ]], ἢ ἐν συνοδίᾳ, σύν τε δύ’ ἐρχομένω Ἰλ. Κ. 224 ([[ἔνθα]] [[ἡμαρτημένως]] ὑποτίθεται ὅτι ἐγένετο [[τμῆσις]] τοῦ [[σύνδυο]]). ΙΙ. [[ἔρχομαι]] [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ [[μέρος]], Ἡρόδ. 1. 152., 7. 97, Εὐρ. Βάκχ. 714, Θουκ., κλπ.· σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 1. 202· εἰς ταὐτὸ εἰς μίαν νῆσον Ξεν. Ἀθην. 2, 2· εἰς τὸ κοινὸν Πλάτ. Νόμ. 680Ε· εἰς ἓν ἱερὸν [[αὐτόθι]] 767C· [[ἐνθάδε]] Ἀριστοφ. Λυσ. 39· [[δεῦρο]] ἐς Κλεισθένους [[αὐτόθι]] 621· ἐκ τῶν ἀγρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 632· ἀπὸ τῶν [[πόλεων]] Θουκ. 5. 55· σ. ἐς λόγους τινὶ Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1300· ἐπὶ τὸν ἀγῶνα Δημ. 532. 8· καὶ [[ἁπλῶς]], σ. τινι, ἔχω σχέσεις μετά τινος, Σοφ. Ο. Τ. 572· σ. χοροῖς, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1469. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[ἔρχομαι]] εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι εἰς μάχην, σ. τινι ἐς [[πεδίον]] Ἡρόδ. 1. 80· εἰς μάχην Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐπὶ ἀγῶνα Δημ. 532. 8· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς μάχης, [[μάχη]] ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, γενομένη, διεξαχθεῖσα, Θουκ. 5. 74. 3) [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὸ αὐτό, συνενοῦμαι ἢ [[συνδέομαι]], φίλος φίλῳ εἰς ἓν σ. Εὐρ. Φοίν. 462· δύο οἰκίαι σ. εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Χαρμίδ. 157Ε· σ. τοῦ ζῆν ἕνεκεν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4· σ. ἐπὶ κοινωνίᾳ βίω Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33· αἱ πόλεις σ., ἐσχημάτισαν σύνδεσμον ἢ συμμαχίαν, Δημ. 231. 18· συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι [[μετὰ]] προηγηθεῖσαν ἔριν, ἀδελφοὶ οὐ ῥᾳδίως σ. Πλούτ. 2. 481D. β) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, σ. γυναικὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2. 4. Στράβ. 735· σ. εἰς ὁμιλίαν τινί, ἐπὶ γυναικός, Διόδ. 3. 58, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Ε· [[οὕτως]] ἀπολ., Πλουτ. Θησ. 3, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8. 1. 4) [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., ταύτην τὴν στρατείαν ξ. (ὡς τὸ ὁδὸν ἔρχ.), [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς ταύτην τὴν ἐκστρατείαν, Θουκ. 1. 3· οὕτω, τὸ σὸν [[λέχος]] ξυνῆλθον, ἔλαβον [[μέρος]] εἰς τὴν κλίνην σου, εἰς τὴν κοίτην σου, Σοφ. Αἴ. 491· [[λέχος]] συστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 28, πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 831. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[συνδέομαι]] εἰς ἓν, [[χάρις]] κείνου τε κἀμοῦ ξ. Σοφ. Τρ. 619· τἀπ’ ἐμοῦ τε κἀπό σου εἰς ἓν ξ. Εὐρ. Τρῳ. 1155· οὕτω, σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 4. 120· σ. εἰς ἓν Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2, 6, 1· ἐπὶ ποταμοῦ συναπτομένου μετ’ ἄλλου εἰς ἓν [[ῥεῖθρον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 12· ἐπὶ ἀστέρων, εἶμαι ἐν συζυγίᾳ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 15· ἐπὶ ἀριθμῶν, συναποτελῶ ἓν ποσὸν ἢ κεφάλαιον, Ἡρόδ. 3. 159· ἐπὶ χάσματος, συγκλείομαι, Πλούτ. 2. 306Ε. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συντρέχω]], [[συμβαίνω]] [[ὁμοῦ]], Ἡρόδ. 6. 77· τῆς τύχης οὕτω σ. Πλουτ. Κάμιλλ. 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συνελεύσομαι, <i>ao.2</i> συνῆλθον, <i>etc.</i><br />aller ensemble, se rencontrer :<br /><b>1</b> se réunir ; <i>avec l’acc. sans prép.</i> : στρατείαν ξ. THC se réunir pour une expédition ; σ. [[ἐς]] λόγους τινί HDT se rencontrer avec qqn pour un entretien ; <i>abs.</i> σ. τινι se concerter avec qqn;<br /><b>2</b> s’unir, avoir commerce avec, τινι;<br /><b>3</b> se réunir, se réconcilier;<br /><b>4</b> se renconter, en venir aux mains avec, τινι ; <i>en parl. de l’engagement lui-même</i> [[μάχη]] ὑπὸ ἀξιολογωτάτων [[πόλεων]] ξυνελθοῦσα THC combat où se rencontrèrent les forces des Cités les plus considérables;<br /><b>5</b> se rencontrer ; <i>fig., en parl. d’événements</i> aboutir au même point, concorder ; <i>avec idée de temps</i> se produire dans le même temps, coïncider;<br /><b>6</b> se réunir, se refermer <i>en parl. d’une ouverture</i>;<br /><b>7</b> se réunir, s’ajouter, former un total.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}