3,274,216
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεχής''': -ές, ([[συνέχω]]) ὁ συνέχων, ὁ συγκρατῶν: ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὁ ἀποτελῶν σειρὰν ἀδιάρρηκτον, συνημμένος, [[ἀδιάσπαστος]], Παρμεν. 79. Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 29, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14, Φυσ. 3. 1, 1, κ. ἀλλ.· ἀντίθετ. τῷ διωρισμένος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 6. 1· σ. [[νῶτον]] Πλάτ. Πολ. 616Ε· ξυνεχὲς ποικίλον, [[συνέχεια]] [[ποικιλίας]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 110D· συν. οἰκήματα Θουκ. 3. 21· [[θέσις]] Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2. 9. β) [[μετὰ]] δοτ., ὁ ἔχων συνέχειαν μετά τινος, συνημμένος μετά τινος, ἀποτελῶν τὴν αὐτὴν γραμμὴν μετά τινος, Ἡρόδ. 4. 22, Εὐρ. Ἱππ. 226, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 2, 2, κ. ἀλλ.· σπανιώτερον [[μετὰ]] γεν., ὁ αὐτ. περὶ Κόσμ. 3, 9. [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀκολουθούσης προθέσεως, σ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· τομαὶ σ. ἀπὸ μιᾶς [[μέχρι]] τῶν [[δέκα]] Πλάτ. Νόμ. 738Α· μεθ’ οὓς Μυσοί… σ. ἦσαν Πολύβ. 31. 3, 3. 2) ἐπὶ λόγων, κτλ., ξ. [[ῥῆσις]] Θουκ. 5. 85· πᾶς ὁ σ. [[λόγος]] Πολύβ. 1. 5, 5· τὸ συνεχές, [[συνέχεια]] ἢ [[συνάφεια]] λόγων, Πλουτ. Λύσανδρ. 19· [[μετὰ]] δοτικ., [[λόγος]] σ. τῷ νῦν γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιστ. 318Α· [[σκέψις]] συν. τοῖς πρότερον Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ μαθηματικῆς ἀναλογίας, Ἀρχιμήδ. κατὰ τὸ σ. ἀνάλογον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, τὸ διαιρετόν, Εὐκλείδ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, [[συνεχής]], συνημμένος, συνδεδεμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 5· κτλ.· ἐπὶ οὐσίας ἢ ὕλης, [[πυκνός]], ἀήρ, [[ἔλαιον]], Πλούτ. 2. 396Α· τὸ πυκνὸν καὶ σ. [[αὐτόθι]] 701F. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[συνεχής]], [[ἄνευ]] διαλείμματος, συν. [[πυρετός]], ἀντίθετον τῷ διαλείπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κ. ἀλλ., ἴδε Foës. Oecon.· [[πόνος]] ξυνεχέστερος Θουκ. 7. 81· καύματα Πλάτ. Τίμ. 86Α· [[πόλεμος]] διὰ βίου ξυνεχὴς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625Ε· [[συνουσία]], βασιλεία Ξεν. Συμπ. 8, 18, Ἀγησ. 1, 4· πότοι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 350, πρβλ. Σόφιλ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 1· σ. γίνεσθαι, πνεῖν, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 8 καὶ 10· ― τὸ συνεχές, = [[συνέχεια]], Θουκ. 7. 71· τὸ συν. ἔργου ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἐν προσθήκ.) Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 12· τοῦ δήμου τὸ σ., συνεχὴς [[σχέσις]] [[μετὰ]] τοῦ..., Πλουτ. Περικλ. 7. 2) συνεχῶς ὁρατὸς ἢ φαινόμενος, [[ὄρνις]] ὁ αὐτ. 2. 286Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[εὐσταθής]], ἐπιμένων, ὑπομονητικός, Ξεν. Οἰκ. 21, 9 ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλούτ. 2. 74C, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δϳ, 20, Ϛϳ, 147. Β. Ἐπίρρ. σῠνεχῶς, Ἰων. -έως (ἴδε ἐν τέλει)· 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, ἀδιαλείπτως, [[ἄνευ]] διαλείμματος ἢ διακοπῆς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θεογ. 636, Ἡρόδ. 7. 16, 3, Εὐρ. Ι. Α. 1008, κτλ.· σ. πολεμεῖν Θουκ. 2. 1. πρβλ. 1, 11., 5, 24, Ἀντιφῶν 146. 26· συνεχέως αἰεὶ Ἡρόδ. 1. 67, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 706Α· ἀεὶ σ. [[αὐτόθι]] 807Ε· συγκρ. -έστερον Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 342C· ὑπερθ. -έστατα Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6. 2) [[συχν]]. μετ’ ἀριθμ., ὁρμαθοὺς μελῶν [[ἐφεξῆς]] τέτταρας σ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 915· ἡμέρας δὲ ἔχουν [[ἑβδομήκοντα]] καὶ νύκτας ξυνεχῶς Θουκ. 2. 75, πρβλ. 5. 24· τοὺς δ’ [[ἅλας]] αὐτῷ ζεύγη προσάγειν μηνῶν ὀκτὼ συνεχῶς ἑκατὸν Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 15. 3) σπανίως ἐπὶ τόπου, σ. [[εἶναι]] (ἔχειν;) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17· σ. [[μέχρι]]..., Πολύβ. 2. 14, 6, πρβλ. Στράβ. 744. ΙΙ. παρ’ Ἐπικοῖς ἔχομεν τὸ οὐδέτ. συνεχὲς ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Μ. 26· καὶ ἐπιτεταμ., συνεχὲς [[αἰεί]], ἀδιαλείπτως [[πάντοτε]], Ὀδ. Ι. 74· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. ἐν Ἰσθμ. 4. 110 (3. 83), Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 21, καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. Ἑπικ.· ― οὕτω, κατὰ τὸ σ. Πολύβ. 2. 2, 7., 3. 2, 6, κ. ἀλλ. [σῡνεχὲς παρ’ Ὁμ., καὶ σῡνεχέως παρ’ Ἡσιόδ., ἐκτεινομένης τῆς αϳ συλλαβῆς ἐν ἄρσει εἰ καὶ δὲν διπλασιάζεται τὸ ν ἐν τῇ γραφῇ· οὕτω καὶ Θεόκρ. 20. 12, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1271]. | |lstext='''συνεχής''': -ές, ([[συνέχω]]) ὁ συνέχων, ὁ συγκρατῶν: ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὁ ἀποτελῶν σειρὰν ἀδιάρρηκτον, συνημμένος, [[ἀδιάσπαστος]], Παρμεν. 79. Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 29, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14, Φυσ. 3. 1, 1, κ. ἀλλ.· ἀντίθετ. τῷ διωρισμένος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 6. 1· σ. [[νῶτον]] Πλάτ. Πολ. 616Ε· ξυνεχὲς ποικίλον, [[συνέχεια]] [[ποικιλίας]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 110D· συν. οἰκήματα Θουκ. 3. 21· [[θέσις]] Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2. 9. β) [[μετὰ]] δοτ., ὁ ἔχων συνέχειαν μετά τινος, συνημμένος μετά τινος, ἀποτελῶν τὴν αὐτὴν γραμμὴν μετά τινος, Ἡρόδ. 4. 22, Εὐρ. Ἱππ. 226, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 2, 2, κ. ἀλλ.· σπανιώτερον [[μετὰ]] γεν., ὁ αὐτ. περὶ Κόσμ. 3, 9. [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀκολουθούσης προθέσεως, σ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· τομαὶ σ. ἀπὸ μιᾶς [[μέχρι]] τῶν [[δέκα]] Πλάτ. Νόμ. 738Α· μεθ’ οὓς Μυσοί… σ. ἦσαν Πολύβ. 31. 3, 3. 2) ἐπὶ λόγων, κτλ., ξ. [[ῥῆσις]] Θουκ. 5. 85· πᾶς ὁ σ. [[λόγος]] Πολύβ. 1. 5, 5· τὸ συνεχές, [[συνέχεια]] ἢ [[συνάφεια]] λόγων, Πλουτ. Λύσανδρ. 19· [[μετὰ]] δοτικ., [[λόγος]] σ. τῷ νῦν γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιστ. 318Α· [[σκέψις]] συν. τοῖς πρότερον Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ μαθηματικῆς ἀναλογίας, Ἀρχιμήδ. κατὰ τὸ σ. ἀνάλογον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, τὸ διαιρετόν, Εὐκλείδ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, [[συνεχής]], συνημμένος, συνδεδεμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 5· κτλ.· ἐπὶ οὐσίας ἢ ὕλης, [[πυκνός]], ἀήρ, [[ἔλαιον]], Πλούτ. 2. 396Α· τὸ πυκνὸν καὶ σ. [[αὐτόθι]] 701F. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[συνεχής]], [[ἄνευ]] διαλείμματος, συν. [[πυρετός]], ἀντίθετον τῷ διαλείπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κ. ἀλλ., ἴδε Foës. Oecon.· [[πόνος]] ξυνεχέστερος Θουκ. 7. 81· καύματα Πλάτ. Τίμ. 86Α· [[πόλεμος]] διὰ βίου ξυνεχὴς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625Ε· [[συνουσία]], βασιλεία Ξεν. Συμπ. 8, 18, Ἀγησ. 1, 4· πότοι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 350, πρβλ. Σόφιλ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 1· σ. γίνεσθαι, πνεῖν, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 8 καὶ 10· ― τὸ συνεχές, = [[συνέχεια]], Θουκ. 7. 71· τὸ συν. ἔργου ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἐν προσθήκ.) Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 12· τοῦ δήμου τὸ σ., συνεχὴς [[σχέσις]] [[μετὰ]] τοῦ..., Πλουτ. Περικλ. 7. 2) συνεχῶς ὁρατὸς ἢ φαινόμενος, [[ὄρνις]] ὁ αὐτ. 2. 286Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[εὐσταθής]], ἐπιμένων, ὑπομονητικός, Ξεν. Οἰκ. 21, 9 ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλούτ. 2. 74C, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δϳ, 20, Ϛϳ, 147. Β. Ἐπίρρ. σῠνεχῶς, Ἰων. -έως (ἴδε ἐν τέλει)· 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, ἀδιαλείπτως, [[ἄνευ]] διαλείμματος ἢ διακοπῆς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θεογ. 636, Ἡρόδ. 7. 16, 3, Εὐρ. Ι. Α. 1008, κτλ.· σ. πολεμεῖν Θουκ. 2. 1. πρβλ. 1, 11., 5, 24, Ἀντιφῶν 146. 26· συνεχέως αἰεὶ Ἡρόδ. 1. 67, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 706Α· ἀεὶ σ. [[αὐτόθι]] 807Ε· συγκρ. -έστερον Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 342C· ὑπερθ. -έστατα Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6. 2) [[συχν]]. μετ’ ἀριθμ., ὁρμαθοὺς μελῶν [[ἐφεξῆς]] τέτταρας σ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 915· ἡμέρας δὲ ἔχουν [[ἑβδομήκοντα]] καὶ νύκτας ξυνεχῶς Θουκ. 2. 75, πρβλ. 5. 24· τοὺς δ’ [[ἅλας]] αὐτῷ ζεύγη προσάγειν μηνῶν ὀκτὼ συνεχῶς ἑκατὸν Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 15. 3) σπανίως ἐπὶ τόπου, σ. [[εἶναι]] (ἔχειν;) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17· σ. [[μέχρι]]..., Πολύβ. 2. 14, 6, πρβλ. Στράβ. 744. ΙΙ. παρ’ Ἐπικοῖς ἔχομεν τὸ οὐδέτ. συνεχὲς ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Μ. 26· καὶ ἐπιτεταμ., συνεχὲς [[αἰεί]], ἀδιαλείπτως [[πάντοτε]], Ὀδ. Ι. 74· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. ἐν Ἰσθμ. 4. 110 (3. 83), Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 21, καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. Ἑπικ.· ― οὕτω, κατὰ τὸ σ. Πολύβ. 2. 2, 7., 3. 2, 6, κ. ἀλλ. [σῡνεχὲς παρ’ Ὁμ., καὶ σῡνεχέως παρ’ Ἡσιόδ., ἐκτεινομένης τῆς αϳ συλλαβῆς ἐν ἄρσει εἰ καὶ δὲν διπλασιάζεται τὸ ν ἐν τῇ γραφῇ· οὕτω καὶ Θεόκρ. 20. 12, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1271]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui se tient, continu, non interrompu : ξυνεχὲς ποικίλον PLAT variété continue ; τὸ συνεχές PLUT l’enchaînement des parole ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> qui se rattache étroitement à, uni à, attenant à, τινι;<br /><b>2</b> dense, épais ; τὸ συνεχές PLUT l’épaisseur <i>ou</i> la consistance d’un corps;<br /><b>3</b> d’une durée continue, sans interruption ; τὸ συνεχές THC durée continue ; [[τοῦ]] δήμου τὸ συνεχές PLUT relations continuelles avec le peuple ; [[ὄρνις]] [[συνεχής]] PLUT oiseau qu’on voit continuellement, qu’on a toujours devant les yeux;<br /><b>4</b> constant, persévérant, ferme : ἔν τινι en qch ; <i>adv.</i> • συνεχές IL, συνεχὲς [[αἰεί]] OD d’une manière continue;<br /><i>Cp.</i> συνεχέστερος, <i>Sp.</i> συνεχέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]]. | |||
}} | }} |