3,274,408
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῑμητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκτιμῶν, 1) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν τοῦ μεγέθους τῆς ποινῆς, [[πινάκιον]] τ. Ἀριστοφ. Σφ. 167. 2) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν ἢ ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., = τῷ Λατ. vir censori s, χρηματίσας cens-or ([[τιμητής]]), Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]] = [[τιμητεία]], ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, κλπ.· ἄρχων τ. τιμητὴς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5796. ΙΙ. ὁ παρέχων τιμὴν εἴς τινα, τινος Πλούτ. 2. 120Α. | |lstext='''τῑμητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκτιμῶν, 1) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν τοῦ μεγέθους τῆς ποινῆς, [[πινάκιον]] τ. Ἀριστοφ. Σφ. 167. 2) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν ἢ ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., = τῷ Λατ. vir censori s, χρηματίσας cens-or ([[τιμητής]]), Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]] = [[τιμητεία]], ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, κλπ.· ἄρχων τ. τιμητὴς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5796. ΙΙ. ὁ παρέχων τιμὴν εἴς τινα, τινος Πλούτ. 2. 120Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> relatif à une estimation, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> relatif à la fixation d’une peine;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> qui concerne le censeur <i>ou</i> la censure ; ὁ [[τιμητικός]] PLUT personnage ayant exercé la censure;<br /><b>II.</b> disposé à honorer, respectueux de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]]. | |||
}} | }} |