τετρασκελής: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρασκελής''': -ές, ([[σκέλος]]) ὁ ἔχων τέσσαρα σκέλη, [[τετράπους]], τ. [[οἰωνός]], [[εἶδος]] [[γρυπός]], Αἰσχύλ. Πρ. 395· χέρσου τετρ. [[γονή]], δηλ. τετράποδα, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· τ. [[ὕβρισμα]], ἀναιδὴς ἢ [[αὐθάδης]] βία τῶν Κενταύρων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 181· τ. κενταυροπληθής [[πόλεμος]] [[αὐτόθι]] 1272.
|lstext='''τετρασκελής''': -ές, ([[σκέλος]]) ὁ ἔχων τέσσαρα σκέλη, [[τετράπους]], τ. [[οἰωνός]], [[εἶδος]] [[γρυπός]], Αἰσχύλ. Πρ. 395· χέρσου τετρ. [[γονή]], δηλ. τετράποδα, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· τ. [[ὕβρισμα]], ἀναιδὴς ἢ [[αὐθάδης]] βία τῶν Κενταύρων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 181· τ. κενταυροπληθής [[πόλεμος]] [[αὐτόθι]] 1272.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à quatre jambes ; à quatre pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[σκέλος]].
}}
}}