τολμητός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τολμητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[τολμάω]], ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· [[οὕτως]], ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.
|lstext='''τολμητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[τολμάω]], ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· [[οὕτως]], ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut oser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τολμάω]].
}}
}}