ὑληκοίτης: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑληκοίτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν λόχμαις κοιταζόμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
|lstext='''ὑληκοίτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν λόχμαις κοιταζόμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite dans les bois.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[κοίτη]].
}}
}}