ὑπάγω: Difference between revisions

2,130 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπάγω''': μέλλ. ὑπάξω˙ ἀόρ. ὑπήγαγον˙ Α. μεταβ., ἄγω, ὁδηγῶ ὑπό τι, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους, ἦγεν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοὺς ταχεῖς ἵππους, Ἰλ. Π. 148, Ψ. 261˙ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὑπάγειν ἡμιόνους Ὀδ. Ζ. 73. - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 353, ἕξεται ἢ ἔξεται ἢ ἄξεται, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀέξω]], ἴδε καὶ Jebb ἐν τόπῳ [[ὅστις]] ἐξέδωκεν ὀχμάζεται. 2) [[φέρω]] ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμὰς Ἡρόδ. 8. 106˙ ὑπ. τινὰς εἰς δουλείαν Λουκ. Ἀπολ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. - Μέσ., [[φέρω]] τινὰ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], [[καταβάλλω]], πόλιν Θουκ. 7. 46˙ τοὺς Θρᾷκας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 1, κλπ. ΙΙ. [[ἐνάγω]] τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] (ὅτε ἡ ὑπὸ παριστάνει τὸν δικαζόμενον ὡς ἱστάμενον κατωτέρω τοῦ δικαστοῦ ἢ κύπτοντα πρὸ [[αὐτοῦ]]), [[ὑπάγω]] τινὰ ὑπὸ [[δικαστήριον]], [[ἐνάγω]] εἰς δίκην, [[καταγγέλλω]], κατηγορῶ, Ἡρόδ. 9. 93, πρβλ. 6. 72˙ ὑπ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ὁ αὐτ. 6. 82˙ εἰς ἡμᾶς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 28˙ οὕτω, ὑπ. τινὰ εἰς δίκην Θουκ. 3. 70 καὶ [[ἁπλῶς]], ὑπ. τινὰ Λυσί. 105. 4, Ξεν., κλπ.˙ ὑπ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 33˙ ὑπ. τινὰ θανάτου, ἐγκαλῶ τινα δι’ [[ἔγκλημα]], οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], αὐτοθι 2, 3, 12., 4. 4. 24˙ [[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον, ἐγκαλῶ ἐνώπιον τοῦ δήμου ἐπὶ ἐγκλήματι, οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], Ἡρόδ. 6. 136˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τάνδ’ ὑπάγεται Δίκα Εὐρ. Ἠλ. 1155˙ - παρὰ μεταγεν. συγγραφ. [[μετὰ]] δοτικ., ὑπ. τινὰ δικαστηρίῳ Λουκ. Δραπ. 11˙ τῷ νόμῳ Λιβάν., κλπ. ΙΙΙ. βραδέως ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, βραδέως καὶ κατὰ μικρὸν [[προάγω]], τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 5. 15, πρβλ. 10, 4˙ - ἄγω τινά που κρυφίως ἢ δι’ ἀπάτης, Λατ. inducere, τάυτῃ ὑπάγοντος (αὐτὸν) Ἡρόδ. 9. 94˙ ἑλκύω, [[παρασύρω]], ὑπάγει μ’ ὁ [[χόρτος]] εὔφρων ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις Εὐρ. Κύκλ. 505˙ [[ὑπάγω]] τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν, [[ἕλκω]] αὐτὸς εἰς δύσβατα μέρη διὰ προσπεποιημένης φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37˙ ὑπ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες [[αὐτόθι]] 3. 2, 8˙ τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν..., ὅπη ἂν [[ἐκεῖνος]] ὑπάγῃ Πλάτ. Εὐθύφρων 14C˙Ϗ ὑπ. τινὰ εἰς ἐλπίδα Εὐρ. Ἑλ. 826˙ ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος... δῴη δίκην Λυσί. 105. 4˙ ἐὰν [[πέρδιξ]] ὑπ’ ἀνθρώπου ὀφθῇ ἀπὸ τῶν ᾠῶν ὑπάγει (δηλ. τὸν ἄνθρωπον), δηλ. ἀπάγει ἀπομακρύνει αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὠῶν φεύγουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 6˙ - μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. τινὰ ἐλθεῖν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἔλθῃ, Εὐρ. Ἀνδρ. 428. - Μέσ., ἄγω ὑπ’ ἐμαυτὸν δι’ ἀπάτης πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, ἀλλὰ [[συχν]]. σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, εὖ ὑπ. τὸν παῖδα Ἴων παρ’ Ἀθην. 604D˙Ϗ ἐλπίσιν ὑπαγάγεσθαι τινὰ Ἰσοκρ. 100D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3˙ ὑπ. τοὺς Θηβαίους, [[κερδαίνω]] αὐτούς, [[φέρω]] αὐτοὺς πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Δημ. 105. 7˙ ὑπ. τινὰς εἰς μάχην, ἐς φιλίαν, Δίων Κ., κλπ.˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[προτείνω]] ἢ [[προβάλλω]] τι εἴς τινα ὡς [[δέλεαρ]] [[ὅπως]] ὁδηγήσω αὐτὸν εἰς ἕτερόν τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 906, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. - Παθ., κατὰ μικρὸν ὑπαχθεὶς Ἰσοκρ. 82B˙ ἐλπίσι καὶ φενακισμοῖς ὑπάγεσθαι διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 59. 18˙ ὑπὸ ἀπατῶν καὶ ἀλαζονευμάτων διάφορ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 25. 23, κτλ.˙ εἰς ἔχθραν ὑπαγόμενος ὑπό τινος Δημ. 291. 11˙ ἐκ λοιδορίας εἰς πληγὰς ὁ αὐτ. 1262 ἐν τέλ. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ τὸ [[ἐπάγω]], ὡς διάφ. γραφ.). IV. [[ὑπεκφέρω]], [[ὑπεξάγω]], τινὰ ἐκ βελέων Ἰλ. Λ. 163˙ ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας, δηλ. τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀβελίσκων, Ἄρχιππος ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3. - Παθ., ὑπαγομένου τοῦ χώματος Θουκ. 2. 76. 2) [[ἀποσύρω]], τὸ [[στράτευμα]] ὁ αὐτ. 4. 127. 3) ἐκκενῶ [[κάτωθεν]], Λατ. subducere, ὑπ. τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 308 ἴδε κατωτ. Β ΙΙΙ. Β. ἀμεταβ., βραδέως [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, [[ὑπάγω]] φρένα τέρψας Θέογν. 921˙ - ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποσύρομαι, [[ἀπομακρύνομαι]] βραδέως ἢ ἡσύχως, Ἡρόδ. 4. 120, 122, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1017, Θουκ. 4. 126˙ ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὑπάγει [[βάδην]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. ΙΙ. πηγαίνω, ὕπαγ’ ὦ, ὕπαγ’ ὦ, πήγαινε λοιπὸν ἐμπρός! Εὐρ. Κύκλ. 53˙ ὕπαγε, τί μέλλεις; Ἀριστοφ. Νεφ. 1298˙ ὑπάγεθ’ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 174˙ ὑπ. εἰς τοὔμπροσθεν Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 2˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιᾶς, [[ἐπέρχομαι]] βραδέως ἢ κατὰ μικρόν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 48., 4. 2, 16. ΙΙΙ. Ἰατρ., ἐπὶ τῆς κοιλίας, [[κοιλία]] ὑπάγουσα, εὐκοιλιότης, Ἱππ. 396. 27, Γαλην.˙ ἴδε ἀνωτ. Α. IV. 3. IV. χαμηλώνω, «ζαρώνω», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 6, πρβλ. ὑπαγωγὴ ΙΙΙ. 2.
|lstext='''ὑπάγω''': μέλλ. ὑπάξω˙ ἀόρ. ὑπήγαγον˙ Α. μεταβ., ἄγω, ὁδηγῶ ὑπό τι, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους, ἦγεν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοὺς ταχεῖς ἵππους, Ἰλ. Π. 148, Ψ. 261˙ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὑπάγειν ἡμιόνους Ὀδ. Ζ. 73. - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 353, ἕξεται ἢ ἔξεται ἢ ἄξεται, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀέξω]], ἴδε καὶ Jebb ἐν τόπῳ [[ὅστις]] ἐξέδωκεν ὀχμάζεται. 2) [[φέρω]] ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμὰς Ἡρόδ. 8. 106˙ ὑπ. τινὰς εἰς δουλείαν Λουκ. Ἀπολ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. - Μέσ., [[φέρω]] τινὰ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], [[καταβάλλω]], πόλιν Θουκ. 7. 46˙ τοὺς Θρᾷκας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 1, κλπ. ΙΙ. [[ἐνάγω]] τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] (ὅτε ἡ ὑπὸ παριστάνει τὸν δικαζόμενον ὡς ἱστάμενον κατωτέρω τοῦ δικαστοῦ ἢ κύπτοντα πρὸ [[αὐτοῦ]]), [[ὑπάγω]] τινὰ ὑπὸ [[δικαστήριον]], [[ἐνάγω]] εἰς δίκην, [[καταγγέλλω]], κατηγορῶ, Ἡρόδ. 9. 93, πρβλ. 6. 72˙ ὑπ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ὁ αὐτ. 6. 82˙ εἰς ἡμᾶς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 28˙ οὕτω, ὑπ. τινὰ εἰς δίκην Θουκ. 3. 70 καὶ [[ἁπλῶς]], ὑπ. τινὰ Λυσί. 105. 4, Ξεν., κλπ.˙ ὑπ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 33˙ ὑπ. τινὰ θανάτου, ἐγκαλῶ τινα δι’ [[ἔγκλημα]], οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], αὐτοθι 2, 3, 12., 4. 4. 24˙ [[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον, ἐγκαλῶ ἐνώπιον τοῦ δήμου ἐπὶ ἐγκλήματι, οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], Ἡρόδ. 6. 136˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τάνδ’ ὑπάγεται Δίκα Εὐρ. Ἠλ. 1155˙ - παρὰ μεταγεν. συγγραφ. [[μετὰ]] δοτικ., ὑπ. τινὰ δικαστηρίῳ Λουκ. Δραπ. 11˙ τῷ νόμῳ Λιβάν., κλπ. ΙΙΙ. βραδέως ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, βραδέως καὶ κατὰ μικρὸν [[προάγω]], τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 5. 15, πρβλ. 10, 4˙ - ἄγω τινά που κρυφίως ἢ δι’ ἀπάτης, Λατ. inducere, τάυτῃ ὑπάγοντος (αὐτὸν) Ἡρόδ. 9. 94˙ ἑλκύω, [[παρασύρω]], ὑπάγει μ’ ὁ [[χόρτος]] εὔφρων ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις Εὐρ. Κύκλ. 505˙ [[ὑπάγω]] τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν, [[ἕλκω]] αὐτὸς εἰς δύσβατα μέρη διὰ προσπεποιημένης φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37˙ ὑπ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες [[αὐτόθι]] 3. 2, 8˙ τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν..., ὅπη ἂν [[ἐκεῖνος]] ὑπάγῃ Πλάτ. Εὐθύφρων 14C˙Ϗ ὑπ. τινὰ εἰς ἐλπίδα Εὐρ. Ἑλ. 826˙ ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος... δῴη δίκην Λυσί. 105. 4˙ ἐὰν [[πέρδιξ]] ὑπ’ ἀνθρώπου ὀφθῇ ἀπὸ τῶν ᾠῶν ὑπάγει (δηλ. τὸν ἄνθρωπον), δηλ. ἀπάγει ἀπομακρύνει αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὠῶν φεύγουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 6˙ - μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. τινὰ ἐλθεῖν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἔλθῃ, Εὐρ. Ἀνδρ. 428. - Μέσ., ἄγω ὑπ’ ἐμαυτὸν δι’ ἀπάτης πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, ἀλλὰ [[συχν]]. σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, εὖ ὑπ. τὸν παῖδα Ἴων παρ’ Ἀθην. 604D˙Ϗ ἐλπίσιν ὑπαγάγεσθαι τινὰ Ἰσοκρ. 100D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3˙ ὑπ. τοὺς Θηβαίους, [[κερδαίνω]] αὐτούς, [[φέρω]] αὐτοὺς πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Δημ. 105. 7˙ ὑπ. τινὰς εἰς μάχην, ἐς φιλίαν, Δίων Κ., κλπ.˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[προτείνω]] ἢ [[προβάλλω]] τι εἴς τινα ὡς [[δέλεαρ]] [[ὅπως]] ὁδηγήσω αὐτὸν εἰς ἕτερόν τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 906, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. - Παθ., κατὰ μικρὸν ὑπαχθεὶς Ἰσοκρ. 82B˙ ἐλπίσι καὶ φενακισμοῖς ὑπάγεσθαι διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 59. 18˙ ὑπὸ ἀπατῶν καὶ ἀλαζονευμάτων διάφορ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 25. 23, κτλ.˙ εἰς ἔχθραν ὑπαγόμενος ὑπό τινος Δημ. 291. 11˙ ἐκ λοιδορίας εἰς πληγὰς ὁ αὐτ. 1262 ἐν τέλ. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ τὸ [[ἐπάγω]], ὡς διάφ. γραφ.). IV. [[ὑπεκφέρω]], [[ὑπεξάγω]], τινὰ ἐκ βελέων Ἰλ. Λ. 163˙ ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας, δηλ. τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀβελίσκων, Ἄρχιππος ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3. - Παθ., ὑπαγομένου τοῦ χώματος Θουκ. 2. 76. 2) [[ἀποσύρω]], τὸ [[στράτευμα]] ὁ αὐτ. 4. 127. 3) ἐκκενῶ [[κάτωθεν]], Λατ. subducere, ὑπ. τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 308 ἴδε κατωτ. Β ΙΙΙ. Β. ἀμεταβ., βραδέως [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, [[ὑπάγω]] φρένα τέρψας Θέογν. 921˙ - ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποσύρομαι, [[ἀπομακρύνομαι]] βραδέως ἢ ἡσύχως, Ἡρόδ. 4. 120, 122, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1017, Θουκ. 4. 126˙ ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὑπάγει [[βάδην]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. ΙΙ. πηγαίνω, ὕπαγ’ ὦ, ὕπαγ’ ὦ, πήγαινε λοιπὸν ἐμπρός! Εὐρ. Κύκλ. 53˙ ὕπαγε, τί μέλλεις; Ἀριστοφ. Νεφ. 1298˙ ὑπάγεθ’ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 174˙ ὑπ. εἰς τοὔμπροσθεν Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 2˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιᾶς, [[ἐπέρχομαι]] βραδέως ἢ κατὰ μικρόν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 48., 4. 2, 16. ΙΙΙ. Ἰατρ., ἐπὶ τῆς κοιλίας, [[κοιλία]] ὑπάγουσα, εὐκοιλιότης, Ἱππ. 396. 27, Γαλην.˙ ἴδε ἀνωτ. Α. IV. 3. IV. χαμηλώνω, «ζαρώνω», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 6, πρβλ. ὑπαγωγὴ ΙΙΙ. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπάξω, <i>ao.2</i> ὑπήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> amener sous : ἵππους [[ζυγόν]] IL, ἵππους ζυγῷ LUC <i>ou abs.</i> ὑπάγειν ἵππους OD amener les chevaux sous le joug, les atteler ; <i>fig.</i> τινα [[ἐς]] [[χέρας]] τινός HDT livrer une personne aux mains d’une autre ; τινα ὑπὸ τὸ [[δικαστήριον]] HDT, <i>ou</i> δικαστηρίῳ amener qqn devant le tribunal ; [[ἐς]] [[δίκην]] THC <i>ou abs.</i> ὑπ. τινα amener en justice, intenter un procès, accuser : τινα θανάτου XÉN accuser qqn d’un crime capital ; ὑπ. ὑπὸ τὸν δῆμον HDT porter une accusation devant le peuple;<br /><b>2</b> amener par des voies secrètes <i>ou</i> détournées, amener par surprise : τοὺς πολεμίους [[ἐς]] δυσχωρίαν XÉN attirer l’ennemi dans un passage difficile ; ὑπ. τινὰ [[εἴς]] [[τι]] pousser qqn à une entreprise difficile <i>ou</i> périlleuse ; <i>en gén.</i> tromper;<br /><b>3</b> mener en dessous ; <i>Pass.</i> être mené en dessous, être entraîné en dessous, s’affaisser;<br /><b>4</b> mener à l’écart, emmener hors de : τινα [[ἐκ]] βελέων IL emmener qqn hors de la portée des traits ; τὸ [[στράτευμα]] THC emmener l’armée;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> <b>I.</b> se retirer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se retirer pas à pas;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> se retirer : τῆς ὁδοῦ AR du chemin;<br /><b>II.</b> s’avancer peu à peu, s’avancer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑπάγομαι (<i>f.</i> ὑπάξομαι, <i>ao.2</i> ὑπηγαγόμην);<br /><b>1</b> soumettre à sa puissance, soumettre;<br /><b>2</b> amener insensiblement avec soi, emmener peu à peu ; égarer, séduire;<br /><b>3</b> amener à soi ; amener <i>ou</i> attirer dans son parti, gagner à sa cause, acc.;<br /><b>4</b> suggérer pour soi, insinuer <i>ou</i> conseiller dans son propre intérêt, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄγω]].
}}
}}