ὑποθέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ὑποτρέχω]], κρυφίως [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι [[ποτὶ]] ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ [[λύκος]], Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ [[σελήνη]] ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, [[τρέχω]] κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
|lstext='''ὑποθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ὑποτρέχω]], κρυφίως [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι [[ποτὶ]] ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ [[λύκος]], Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ [[σελήνη]] ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, [[τρέχω]] κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>t. d’astron.</i> courir <i>ou</i> accomplir sa course sous;<br /><b>2</b> courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;<br /><b>3</b> courir pour supplanter, supplanter;<br /><b>4</b> dépasser en courant, courir en avant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θέω]].
}}
}}