χειμών: Difference between revisions

1,021 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειμών''': -ῶνος, ὁ, ὡς τὸ [[χεῖμα]], ἡ χειμερινὴ ὥρα τοῦ ἔτους, ἐν ἀντιθέσει προς τὸ [[θέρος]], χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Ἰλ. Ρ. 549· χειμῶνι, ἐν καιρῷ χειμῶνος, Φ. 283, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1138· ἐν χειμῶνι Πινδ. Ἰ. 2. 62, Αἰσχύλ. Ἀγ. 969· ἐν τῷ χ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, Κύρου Παιδ. 8. 8, 17· χειμῶνος ὥρᾳ Ἀνδοκ. 18. 5· - [[ὡσαύτως]], χειμῶνος, ἐν καιρῷ χειμῶνος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9, Πλάτ. Πολ. 425Ε· χ. μέσου, κατὰ τὸ [[μέσον]] τοῦ χειμῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 1· τοῦ χ., διαρκοῦντος τοῦ χειμῶνος, Θουκ. 7. 31· τοῦ [[αὐτοῦ]] χειμ. ὁ αὐτ. 8. 30· οὕτω. διὰ χειμῶνος καὶ διὰ τοῦ χ. Πλάτ. Τιμ. 74C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 9· - χειμῶνα, κατὰ τὸν χειμῶνα, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1188· τὸν χ. κατὰ τὸν χειμῶνα, Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9, Ἑλλ. 1. 4, 1· τὸν χ. ὅλον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 124· ὁ ἀμφὶ τὸν χ. [[χρόνος]] Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 22· - [[ὄρος]] ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος, [[ἕνεκα]] τοῦ ψύχους, Ἡρόδ. 8. 138, πρβλ. Θουκ. 2. 101· - [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., νιφοστιβεῖς χειμῶνες Σοφ. Αἴ. 671· ἀντίθ. τῷ καύματα, Πλάτ, Πολιτ. 280Ε, Νόμ. 829Β. 2) εἰς δήλωσιν τοῦ χειμερινοῦ μέρους τοῦ ὁρίζοντος, δηλ. τῆς ἅρκτου, [[Βορέας]] καὶ χ. Ἡρόδ. 2. 26. ΙΙ. καιρὸς [[χειμέριος]], ψυχρὸς καὶ [[θυελλώδης]], [[θύελλα]] χειμερινὴ, καὶ [[καθόλου]] [[θύελλα]], καταιγὶς, [[τρικυμία]], [[ἐπεὶ]] οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Ἰλ. Γ. 4· οὐ νιφετὸς οὔτ’ ἄρ χ. πολὺς [[οὔτε]] ποτ’ [[ὄμβρος]] Ὀδ. Δ. 566· ὅτε τις χ. [[ἔκπαγλος]] ὄροιτο Ξ. 522 ὀπωρινὸν ὄμβρον καὶ χειμῶν’ ἐπιόντα Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 673· Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χ. Πινδ. Ι. 7 (6). 53· [[ὦρσε]] θεὸς χειμῶνα Αἰσχύλ Πέρσ. 496, πρβλ. Ἀγ. 649, 656, Χο. 202. Σοφ Αἴ. 1143, κἑξ., κτλ.· - οὕτω καὶ παρὰ πεζογράφοις, χ. κατερράγη Ἡρόδ. 1. 87, ἐπέπεσέ σφι χ. τε [[μέγας]] καὶ πολλὸς [[ἄνεμος]] ὁ αὐτ. 7. 188, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 344D· ἐπιγίγνεται χ. Ἡρόδ. 7. 34, πρβλ. Θουκ. 4. 6· χειμῶνι χρῆσθαι Ἀντιφῶν 131. 42· χ. νοτερὸς, καταιγὶς [[μετὰ]] βροχῆς, Θουκ. 3. 21· χειμῶνα ποιεῖν ἐν εὐδίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· - ἐν τῷ πληθ., ὑπὸ τῶν χ., ἔνεκα τῶν τρικυμιῶν. Ἡροδ. 4. 62· ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν ευδίαις Πλάτ. Νόμ. 961Ε, πρβλ. 919Α· - πρβλ. [[ὀρνιθίας]]. 2) μεταφορ., [[θεόσσυτος]] χ. καταιγὶς δυστυχημάτων ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθεῖσα, Αἰσχύλ. Πρ. 643· χ. καὶ κακῶν [[τρικυμία]] [[αὐτόθι]] 1015, πρβλ. Χο. Σοφ. Ἀντιγ. 670· θολερῷ .. χ. νοσήσας, ἐπὶ τῆς μανίας τοὺ Αἴαντος, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. - ἐπὶ προσώπου, χειμὼν ὁ [[μειρακίσκος]] ἐστὶ τοῖς φίλοις Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Δημητρίῳ» 1. 4· χ. κατ’ οἴκους ἀνδράσιν κακὴ γυνὴ Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχοις» 540.
|lstext='''χειμών''': -ῶνος, ὁ, ὡς τὸ [[χεῖμα]], ἡ χειμερινὴ ὥρα τοῦ ἔτους, ἐν ἀντιθέσει προς τὸ [[θέρος]], χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Ἰλ. Ρ. 549· χειμῶνι, ἐν καιρῷ χειμῶνος, Φ. 283, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1138· ἐν χειμῶνι Πινδ. Ἰ. 2. 62, Αἰσχύλ. Ἀγ. 969· ἐν τῷ χ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, Κύρου Παιδ. 8. 8, 17· χειμῶνος ὥρᾳ Ἀνδοκ. 18. 5· - [[ὡσαύτως]], χειμῶνος, ἐν καιρῷ χειμῶνος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9, Πλάτ. Πολ. 425Ε· χ. μέσου, κατὰ τὸ [[μέσον]] τοῦ χειμῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 1· τοῦ χ., διαρκοῦντος τοῦ χειμῶνος, Θουκ. 7. 31· τοῦ [[αὐτοῦ]] χειμ. ὁ αὐτ. 8. 30· οὕτω. διὰ χειμῶνος καὶ διὰ τοῦ χ. Πλάτ. Τιμ. 74C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 9· - χειμῶνα, κατὰ τὸν χειμῶνα, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1188· τὸν χ. κατὰ τὸν χειμῶνα, Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9, Ἑλλ. 1. 4, 1· τὸν χ. ὅλον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 124· ὁ ἀμφὶ τὸν χ. [[χρόνος]] Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 22· - [[ὄρος]] ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος, [[ἕνεκα]] τοῦ ψύχους, Ἡρόδ. 8. 138, πρβλ. Θουκ. 2. 101· - [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., νιφοστιβεῖς χειμῶνες Σοφ. Αἴ. 671· ἀντίθ. τῷ καύματα, Πλάτ, Πολιτ. 280Ε, Νόμ. 829Β. 2) εἰς δήλωσιν τοῦ χειμερινοῦ μέρους τοῦ ὁρίζοντος, δηλ. τῆς ἅρκτου, [[Βορέας]] καὶ χ. Ἡρόδ. 2. 26. ΙΙ. καιρὸς [[χειμέριος]], ψυχρὸς καὶ [[θυελλώδης]], [[θύελλα]] χειμερινὴ, καὶ [[καθόλου]] [[θύελλα]], καταιγὶς, [[τρικυμία]], [[ἐπεὶ]] οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Ἰλ. Γ. 4· οὐ νιφετὸς οὔτ’ ἄρ χ. πολὺς [[οὔτε]] ποτ’ [[ὄμβρος]] Ὀδ. Δ. 566· ὅτε τις χ. [[ἔκπαγλος]] ὄροιτο Ξ. 522 ὀπωρινὸν ὄμβρον καὶ χειμῶν’ ἐπιόντα Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 673· Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χ. Πινδ. Ι. 7 (6). 53· [[ὦρσε]] θεὸς χειμῶνα Αἰσχύλ Πέρσ. 496, πρβλ. Ἀγ. 649, 656, Χο. 202. Σοφ Αἴ. 1143, κἑξ., κτλ.· - οὕτω καὶ παρὰ πεζογράφοις, χ. κατερράγη Ἡρόδ. 1. 87, ἐπέπεσέ σφι χ. τε [[μέγας]] καὶ πολλὸς [[ἄνεμος]] ὁ αὐτ. 7. 188, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 344D· ἐπιγίγνεται χ. Ἡρόδ. 7. 34, πρβλ. Θουκ. 4. 6· χειμῶνι χρῆσθαι Ἀντιφῶν 131. 42· χ. νοτερὸς, καταιγὶς [[μετὰ]] βροχῆς, Θουκ. 3. 21· χειμῶνα ποιεῖν ἐν εὐδίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· - ἐν τῷ πληθ., ὑπὸ τῶν χ., ἔνεκα τῶν τρικυμιῶν. Ἡροδ. 4. 62· ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν ευδίαις Πλάτ. Νόμ. 961Ε, πρβλ. 919Α· - πρβλ. [[ὀρνιθίας]]. 2) μεταφορ., [[θεόσσυτος]] χ. καταιγὶς δυστυχημάτων ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθεῖσα, Αἰσχύλ. Πρ. 643· χ. καὶ κακῶν [[τρικυμία]] [[αὐτόθι]] 1015, πρβλ. Χο. Σοφ. Ἀντιγ. 670· θολερῷ .. χ. νοσήσας, ἐπὶ τῆς μανίας τοὺ Αἴαντος, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. - ἐπὶ προσώπου, χειμὼν ὁ [[μειρακίσκος]] ἐστὶ τοῖς φίλοις Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Δημητρίῳ» 1. 4· χ. κατ’ οἴκους ἀνδράσιν κακὴ γυνὴ Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχοις» 540.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />mauvais temps :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> orage, tempête : χειμῶνι [[χρῆσθαι]] ANT être surpris par une tempête <i>en parl. de navigateurs</i> ; χειμὼν ὀρνίθιας AR grêle d’oiseaux <i>(canards, geais, etc. apportés par un Béotien)</i> ; χειμῶνος SOPH pendant l’orage;<br /><b>2</b> saison du mauvais temps, hiver : [[τοῦ]] χειμῶνος <i>ou simpl.</i> χειμῶνος, en hiver, pendant l’hiver ; χειμῶνι IL en hiver ; <i>d’ord.</i> [[ἐν]] χειμῶνι, [[ἐν]] [[τῷ]] χειμῶνι, dans la saison de l’hiver ; χειμῶνα SOPH, τὸν χειμῶνα XÉN en hiver;<br /><b>3</b> le froid;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> tumulte de la bataille;<br /><b>2</b> trouble, agitation politique;<br /><b>3</b> malheur;<br /><b>4</b> agitation, trouble de l’âme ; passion, folie;<br /><b>5</b> danger.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]].
}}
}}