3,273,590
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορτῐκός''': -ή, -όν, ([[φόρτος]])· ― [[κυρίως]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, [[πλοῖον]] φ., φορτηγόν, Δίων Κ. 56. 27. ― Ὁ [[Πολυδ]]. Α΄. 83 μνημονεύει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Θουκ. (6. 88), [[ἔνθα]] νῦν φέρεται φορτηγικοῦ· πρβλ. [[φόρτιμος]]. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἰδιότητας τοῦ φορτίου, καὶ μεταφορ. (πρβλ. [[φόρτος]] ΙΙ) ἐπὶ προσώπων, [[ὀχληρός]], ἐνοχλητικός, φ. καὶ ἐπαχθὴς Δημ. 57 ἐν τέλει· φ. τοῖς συνοῦσι Πλούτ. 2. 456Ε. πρβλ. 44Α, κλπ.· φ. ἀκολουθῶν ὄχλῳ, ὡς ἀκολουθῶν... Λουκ. Νιγρ. 13· ― ἀκολούθως, 2) ὡς το [[βάναυσος]], [[ἄγροικος]], [[χυδαῖος]], [[κοινός]], πρόστυχος, [[ἄνθρωπος]] [[ἀμέτοχος]] ἐλευθερίου ἀγωγῆς καὶ παιδείας, [[ἰδιώτης]], [[ἀπαίδευτος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 524· ἀντίθετον τῷ πεδαιδευμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 6· οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ χαρίεντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 1· βωμολόχοι καὶ φ. [[αὐτόθι]] 4. 8, 3· φ. καὶ [[νεόπλουτος]] Πλούτ. 2. 708C πρβλ. 634Β· οὕτω, β) ἐπὶ πραγμάτων, φ. [[κωμῳδία]], χυδαία, ταπεινὴ [[κωμῳδία]], Ἀριστοφ. Σφ. 66, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρον 236C, Meineke Com. Gr. 1. 223· φ. τὸ [[χωρίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1218· φ. [[γέλως]] Κωμικ. Ἀνώνυμ. 274· [[δίαιτα]] φ. καὶ [[ἀφιλόσοφος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· φ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 581D· φ. καὶ δημηγορικά, ἐπιχειρήματα χυδαῖα, πρὸς κατάκτησιν τῆς εὐνοίας τοῦ ὄχλου, ud captandum vulgus, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 482Ε· φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 32Α· τὸ φ. [[ἐρώτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C· φορτικώτερόν τι ἐρήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 286Ε· φ. [[ἔπαινος]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 7· ἡ ἅπαντα μιμουμένη [[[τέχνη]]] φορτική, ἡ [[τέχνη]] ἡ ὁποία μιμεῖται τὰ πάντα (καὶ αὐτὰ τὰ μηδαμινὰ) [[εἶναι]] χυδαία, ταπεινή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 2· [[λέγω]] οὐ τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], οὐχὶ ἐκ χυδαίας ἀλαζονείας, Αἰσχίν. 6. 27· ἐπὶ πομπώδους ῥητορικοῦ ὕφους, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 3· τὸ φ. τῆς λέξεως, [[χυδαιότης]] ὕφους, ὁ αὐτ. περὶ Θουκ. 27· τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, ἐπί τῶν δημηγοριῶν τοῦ Ἰφικράτους, ὁ αὐτ περὶ Λυσ. 12· τὸ φ. τῶν μέτρων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― οὕτω καί, 3) ἐν τῷ ἐπιρρ. φορτικῶς, ἀγροίκως, χυδαίως, κατὰ τὸν τρόπον ἀνθρώπου ἀπαιδεύτου, Πλάτ. Θεαίτ. 183Ε, Πολ. 367Α· φ. ἐπαινεῖν [[αὐτόθι]] 528Ε· φ. καὶ [[χύδην]] λέγειν Ἰσοκρ. 238Α· φ. πολιτεύεσθαι ὁ αὐτ. 150D· φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγομαι, ὁμιλῶ [[μᾶλλον]] ὡς [[ἀπαίδευτος]] καὶ [[ἄγροικος]] ἢ ὡς [[φιλόσοφος]], Πλουτ. Σόλων 3. | |lstext='''φορτῐκός''': -ή, -όν, ([[φόρτος]])· ― [[κυρίως]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, [[πλοῖον]] φ., φορτηγόν, Δίων Κ. 56. 27. ― Ὁ [[Πολυδ]]. Α΄. 83 μνημονεύει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Θουκ. (6. 88), [[ἔνθα]] νῦν φέρεται φορτηγικοῦ· πρβλ. [[φόρτιμος]]. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἰδιότητας τοῦ φορτίου, καὶ μεταφορ. (πρβλ. [[φόρτος]] ΙΙ) ἐπὶ προσώπων, [[ὀχληρός]], ἐνοχλητικός, φ. καὶ ἐπαχθὴς Δημ. 57 ἐν τέλει· φ. τοῖς συνοῦσι Πλούτ. 2. 456Ε. πρβλ. 44Α, κλπ.· φ. ἀκολουθῶν ὄχλῳ, ὡς ἀκολουθῶν... Λουκ. Νιγρ. 13· ― ἀκολούθως, 2) ὡς το [[βάναυσος]], [[ἄγροικος]], [[χυδαῖος]], [[κοινός]], πρόστυχος, [[ἄνθρωπος]] [[ἀμέτοχος]] ἐλευθερίου ἀγωγῆς καὶ παιδείας, [[ἰδιώτης]], [[ἀπαίδευτος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 524· ἀντίθετον τῷ πεδαιδευμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 6· οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ χαρίεντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 1· βωμολόχοι καὶ φ. [[αὐτόθι]] 4. 8, 3· φ. καὶ [[νεόπλουτος]] Πλούτ. 2. 708C πρβλ. 634Β· οὕτω, β) ἐπὶ πραγμάτων, φ. [[κωμῳδία]], χυδαία, ταπεινὴ [[κωμῳδία]], Ἀριστοφ. Σφ. 66, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρον 236C, Meineke Com. Gr. 1. 223· φ. τὸ [[χωρίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1218· φ. [[γέλως]] Κωμικ. Ἀνώνυμ. 274· [[δίαιτα]] φ. καὶ [[ἀφιλόσοφος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· φ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 581D· φ. καὶ δημηγορικά, ἐπιχειρήματα χυδαῖα, πρὸς κατάκτησιν τῆς εὐνοίας τοῦ ὄχλου, ud captandum vulgus, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 482Ε· φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 32Α· τὸ φ. [[ἐρώτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C· φορτικώτερόν τι ἐρήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 286Ε· φ. [[ἔπαινος]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 7· ἡ ἅπαντα μιμουμένη [[[τέχνη]]] φορτική, ἡ [[τέχνη]] ἡ ὁποία μιμεῖται τὰ πάντα (καὶ αὐτὰ τὰ μηδαμινὰ) [[εἶναι]] χυδαία, ταπεινή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 2· [[λέγω]] οὐ τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], οὐχὶ ἐκ χυδαίας ἀλαζονείας, Αἰσχίν. 6. 27· ἐπὶ πομπώδους ῥητορικοῦ ὕφους, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 3· τὸ φ. τῆς λέξεως, [[χυδαιότης]] ὕφους, ὁ αὐτ. περὶ Θουκ. 27· τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, ἐπί τῶν δημηγοριῶν τοῦ Ἰφικράτους, ὁ αὐτ περὶ Λυσ. 12· τὸ φ. τῶν μέτρων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― οὕτω καί, 3) ἐν τῷ ἐπιρρ. φορτικῶς, ἀγροίκως, χυδαίως, κατὰ τὸν τρόπον ἀνθρώπου ἀπαιδεύτου, Πλάτ. Θεαίτ. 183Ε, Πολ. 367Α· φ. ἐπαινεῖν [[αὐτόθι]] 528Ε· φ. καὶ [[χύδην]] λέγειν Ἰσοκρ. 238Α· φ. πολιτεύεσθαι ὁ αὐτ. 150D· φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγομαι, ὁμιλῶ [[μᾶλλον]] ὡς [[ἀπαίδευτος]] καὶ [[ἄγροικος]] ἢ ὡς [[φιλόσοφος]], Πλουτ. Σόλων 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui est à charge, fatigant, insupportable par sa grossièreté <i>ou</i> sa sottise ; φορτικά λέγειν PLAT dire des vulgarités;<br /><i>Cp.</i> φορτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]]. | |||
}} | }} |