ὑψόθι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψόθι''': Ἐπίρρ., ([[ὕψος]]) ὡς τὸ [[ὑψοῦ]], ὑψηλά, ἐν τῷ ὕψει, ὑψόθ’ ἐόντι Διῒ Ἰλ. Κ. 16, πρβλ. Ρ. 676· ὑψόθ’ ὄρεσφιν Τ. 376. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., [[ὑπεράνω]], [[ἐπάνω]], Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 15. 22.
|lstext='''ὑψόθι''': Ἐπίρρ., ([[ὕψος]]) ὡς τὸ [[ὑψοῦ]], ὑψηλά, ἐν τῷ ὕψει, ὑψόθ’ ἐόντι Διῒ Ἰλ. Κ. 16, πρβλ. Ρ. 676· ὑψόθ’ ὄρεσφιν Τ. 376. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., [[ὑπεράνω]], [[ἐπάνω]], Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 15. 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]], -θι.
}}
}}