θρόνον: Difference between revisions

Autenrieth
(6_21)
(Autenrieth)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρόνον''': τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. θρόνα, [[ἄνθη]] κεντημένα ἐπὶ ὑφάσματος, ἐν δέ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: [[τρόνα]]· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα· πρβλ. [[ποικιλόθρονος]]. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. θρόνα ἐκαλοῦντο [[ἄνθη]] ἢ βοτάναι ἐν χρήσει ὡς φάρμακα καὶ φίλτρα, Θεόκρ. 2. 59, πρβλ. Νικ. Θηρ. 493, 936, Λυκόφρ. 674.
|lstext='''θρόνον''': τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. θρόνα, [[ἄνθη]] κεντημένα ἐπὶ ὑφάσματος, ἐν δέ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: [[τρόνα]]· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα· πρβλ. [[ποικιλόθρονος]]. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. θρόνα ἐκαλοῦντο [[ἄνθη]] ἢ βοτάναι ἐν χρήσει ὡς φάρμακα καὶ φίλτρα, Θεόκρ. 2. 59, πρβλ. Νικ. Θηρ. 493, 936, Λυκόφρ. 674.
}}
{{Autenrieth
|auten=pl. [[θρόνα]]: flowers, in [[woven]] [[work]], Il. 22.441†.
}}
}}