σύγγονος: Difference between revisions

slb
(sl1)
(slb)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de naissance commune avec, parent par le sang de, τινι ; <i>abs.</i> frère, sœur;<br /><b>2</b> inné, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγίγνομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de naissance commune avec, parent par le sang de, τινι ; <i>abs.</i> frère, sœur;<br /><b>2</b> inné, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγίγνομαι]].
}}
{{Slater
|sltr=[[σύγγονος]], -ον</b> (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι, -ους.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> adj., [[hereditary]], inborn συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ (O. 12.14) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν, [[son]] of Amphiareus) (P. 8.60) ἄνδρα δ' ἐγὼ [[μακαρίζω]] μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν [[δέμας]] ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> subs., [[kinsman]] κατακρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]] (O. 8.80) [[ἐπεὶ]] τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν (P. 3.39) τὰν [[μάλα]] πολλοὶ [[ἀριστῆες]] [[ἀνδρῶν]] αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.108) ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε [[σύγγονος]] (N. 10.40)] ον ἶκε συγγόνους [[τρεῖς]] π [fr. 140a. 70 (44).<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> frag., Φόρκοιο σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σύγγονος]], -ον</b> (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι, -ους.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> adj., [[hereditary]], inborn συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ (O. 12.14) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν, [[son]] of Amphiareus) (P. 8.60) ἄνδρα δ' ἐγὼ [[μακαρίζω]] μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν [[δέμας]] ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> subs., [[kinsman]] κατακρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]] (O. 8.80) [[ἐπεὶ]] τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν (P. 3.39) τὰν [[μάλα]] πολλοὶ [[ἀριστῆες]] [[ἀνδρῶν]] αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.108) ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε [[σύγγονος]] (N. 10.40)] ον ἶκε συγγόνους [[τρεῖς]] π [fr. 140a. 70 (44).<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> frag., Φόρκοιο σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17.
|sltr=[[σύγγονος]], -ον</b> (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι, -ους.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> adj., [[hereditary]], inborn συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ (O. 12.14) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν, [[son]] of Amphiareus) (P. 8.60) ἄνδρα δ' ἐγὼ [[μακαρίζω]] μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν [[δέμας]] ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> subs., [[kinsman]] κατακρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]] (O. 8.80) [[ἐπεὶ]] τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν (P. 3.39) τὰν [[μάλα]] πολλοὶ [[ἀριστῆες]] [[ἀνδρῶν]] αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.108) ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε [[σύγγονος]] (N. 10.40)] ον ἶκε συγγόνους [[τρεῖς]] π [fr. 140a. 70 (44).<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> frag., Φόρκοιο σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17.
}}
}}