inextricable: Difference between revisions

2
(CSV4)
(2)
Line 3: Line 3:
P. and V. [[ἄπορος]], ἀμηχανος (rare P.), V. [[ἄπειρος]], [[ἀτέρμων]].
P. and V. [[ἄπορος]], ἀμηχανος (rare P.), V. [[ἄπειρος]], [[ἀτέρμων]].
<b class="b2">Indissoluble</b>: P. [[ἄλυτος]] (Plat.), [[ἀδιάλυτος]] (Plat.), V. [[ἄρρηκτος]], [[δύσλυτος]], [[δυσεξήνυστος]].
<b class="b2">Indissoluble</b>: P. [[ἄλυτος]] (Plat.), [[ἀδιάλυτος]] (Plat.), V. [[ἄρρηκτος]], [[δύσλυτος]], [[δυσεξήνυστος]].
}}
{{esel
|sltx=[[δυσέλικτος]], [[δυσεξέλικτος]], [[δυσερεύνητος]], [[δυσέκπλοκος]], [[δυσχώρητος]], [[ἀτέρμων]], [[ἄπειρος]], [[ἀπείριτος]], [[ἀπείρων]]
}}
}}